-
21 команда
-ы θ.1. προσταγή, -γμα, διαταγή, παράγγελμα•давать -у δίνω παράγγελμα•
слова -ы οι λέξεις του παραγγέλματος.
2. διοίκηση•принять -у αναλαμβάνω τη διοίκηση.
3. απόσπασμα, τμήμα, ομάδα•команда разведчиков ομά-δαι ανιχνευτών•
сапёрная команда τμήμα μηχανικού•
пулемётная команда ομάδα πολυβόλων - пожарная команда τμήμα πυροσβεστικής•
спасительная команда τμήμα διάσωσης ή σωτηρίας•
жандармская команда απόσπασμα χωροφυλακής.
4. το πλήρωμα σκάφους.(αθλτ.) ομάδα•футбольная команда ποδοσφαιρική ομάδα.
εκφρ.как по -е – σαν με το παράγγελμα, ταυτόχρονα•доложить (донести) по -е – αναφέρω στον ανώτερο μου (διοικητή μου). -
22 отдел
-а α.1. τμήμα, μέρος•историю обычно делят на три -а: древную, среднюю, новую την ιστορία συνήθως την χωρίζουν σε τρία μέρη: αρχαία, μεσαιωνική, νέα.
2. τμήμα (ιδρύματος, εργοστασίου κ.τ.τ.)• отдел снабжения τμήμα εφοδιασμού•отдел кадров τμήμα προσωπικού•
справочный отдел γραφείο πληροφοριών.
3. κλάδος•отдел науки κλάδος επιστήμης.
|| στήλη•отдел сатиры и юмора στήλη σάτιρας και χιούμορ.
4. παλ. χώρισμα, ξεχώρισμα• παραχώρηση. -
23 участок
-тка α.1. γήπεδο• τμήμα γης•приусадебный участок αγρόκτημα,ο συνεχόμενος χώρος με την αγροικία•
строительный участок το οικόπεδο.
2. τμήμα, κομμάτι, μέρος•участок леса μέρος του δάσους•
участок стены μέρος του τοίχου.
3. τομέας, κλάδος, σφαίρα•общественный участок работы κοινωνικός τομέας εργασίας.
|| τμήμα• ενορία.4. παλ. τμήμα αστυνομικό. -
24 отрезок
1. (отрезанный кусок чего-л.) το απόκομμα, το τμήμα, το μέρος 2. (ограниченная часть чего-л.) το τμήμα 3. (мат) το ευθύγραμμο τμήμα, (сегмент) το κλειστό διάστημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отрезок
-
25 участок
1. (часть земельной площади) το οικόπεδοстроительный - της οικοδομής, το εργοτάξιο2. (часть чего-л.) το τμήμα, η περιοχήлинейный - эл. γραμμικό -- цепи эл. - του κυκλώματος (производственный) η περιοχή (παραγωγής), ο τομέαςτο τμήμα παραγωγής4. (кусок, отрезок чего-л.) το μέρος 5. (область, сфера, отрасль деятельности) о τομέας, ο κλάδος 6. (подразделение чего-л.) το τμήμαизбирательный - το εκλογικό κέντρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > участок
-
26 отдел
отделм1. τό τμήμα/ τό μέρος (книги):библнографический \отдел ἡ στήλη τής βιβλιογραφίας·2. (в учреждении) τό τμήμα:\отдел народного образования τό τμήμα Τής^ λαϊκής ἐκπαιδεύσεως· \отдел кадров ἡ διεύθυνση προσωπικού· начальник \отдела, заведующий \отделом ὁ τμηματάρχης. -
27 отделение
-я ουδ.1. χωρισμός, -μα αποχωρισμός• απόσπαση•отделение церкви от государства χωρισμός της εκκλησίας από το κράτος..
2. ξε-χώριση, διαχώρηση απομόνωση.3. παραχώρηση.4. έκκριση•отделение слюны έκκριση σάλιου.
5. χώρισμα, μέρος ιδιαίτερο.6. (για ιδρύματα, επιχειρήσεις κ.τ.τ.) τμήμα•отделение милиции αστυνομικό τμήμα.
7. παλ. μέρος βιβλίου κ.τ.τ., στήλη εφημερίδας. || (για συναυλίες κ.τ.τ.) μέρος•первое отделение концерта πρώτο μέρος της συναυλίας.
8. (στρατ.) ομάδα, μικρό τμήμα, απόσπασμα. -
28 отрезок
-зка α.1. κομμάτι, τεμάχιο, απόκομμα•-ки ткани κομμάτια υφάσματος.,
2. τμήμα, μέρος•отрезок линии τμήμα γραμμής•
отрезок времени χρονικό διάστημα•
отрезок пути τμήμα (μέρος) του δρόμου.
3. παλ. κομμάτι γης. -
29 отряд
-а α.1. απόσπασμα, τμήμα•отряд пехоты απόσπασμα πεζικού•
десантный отряд αποβατικό τμήμα•
головной отряд εμπροσθοφυλακήπροφυλακή.
2. ομάδα•пионерский отряд πιονέρικη ομάδα•
пе-редовби отряд πρωτοπόρο τμήμα.
3. τάξη, κλάση, κατηγορία•отряд грызунов η τάξη των τρωκτικών.
-
30 зольник
1. (поддувало) η τεφροδόχος 2. кож. το ασβεστούχο υγρό. свежий - φρέσκο -, νωπό - 3. (ёмкость) η λεκάνη ασβεστίου зольность η περιεκτικότητα σε τέφρα зона 1. (определённое пространство, характеризующееся каким-л. общим признаком) η περιοχή, η ζώνη, το τμήμα* активная - (ядерного реактора) το ενεργό τμήμα, η ενεργητική ζώνη (του πυρηνικού αντιδραστήρα)- воспроизводства (ядерного реактора) η ζώνη αναπαραγωγής (του πυρηνικού αντιδραστήρα)запретная - απαγόρευσης, απαγορευτική -координатная (геод.) - των συντεταγμένων- молчания (ак.рад.) - σιγήςоколошовная (ев) - πλησίον της ραφής, κοντά στη ραφήпограничная - η μεθόριος, η συνοριακή ζώνη- размытости (тлв.) - θολότητας2. (на магнитной ленте) η ζώνη (της μαγνητικής ταινίας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зольник
-
31 н
(толкателя по отношению к кулачку) η κίνηση προς το άνω τμήμα (του κνώδακα), -ть (о толкателе по отношению к кулачку) κινούμαι προς το άνω τμήμα (του κνώδακα). -
32 набегание
(толкателя по отношению к кулачку) η κίνηση προς το άνω τμήμα (του κνώδακα), -ть (о толкателе по отношению к кулачку) κινούμαι προς το άνω τμήμα (του κνώδακα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > набегание
-
33 наведение
(управление полётом) η καθοδήγηση, η πλοήγηση, η διεύθυνσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > наведение
-
34 проточный
τρεχούμενοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > проточный
-
35 багажный
багажный: \багажныйое отделение το τμήμα αποσκευών \багажныйая квитанция η απόδειξη ( αποσκευών)* * *бага́жное отделе́ние — το τμήμα αποσκευών
бага́жная квита́нция — η απόδειξη (αποσκευών)
-
36 ведомство
-
37 избирательный
избирательный εκλογικός \избирательный участок το εκλογικό τμήμα; - бюллетень το ψηφοδέλτιο* * *избирательный уча́сток — το εκλογικό τμήμα
избирательный бюллете́нь — το ψηφοδέλτιο
-
38 кадры
кадры мн. τα στελέχη от дел \кадрыов το τμήμα προσωπι κού* * *мн.τα στελέχηотде́л ка́дров — το τμήμα προσωπικού
-
39 отдел
-
40 отряд
отряд м το απόσπασμα, το τμήμα· передовой \отряд το πρωτοπόρο απόσπασμα* * *мτο απόσπασμα, το τμήμαпередово́й отря́д — το πρωτοπόρο απόσπασμα
См. также в других словарях:
τμῆμα — part cut off neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τμήμα — το / τμῆμα, ήματος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τμᾱμα, άματος, Α 1. τεμάχιο, κομμάτι 2. υποδιαίρεση, μέρος ενός συνόλου (α. «μεγάλο τμήμα τού δάσους κάηκε» β. «τὰ τῆς οἰκουμένης τμήματα», Γρηγ. Ναζ.) 3. μαθ. το επακριβώς καθορισμένο μέρος μιας ευθείας, μιας … Dictionary of Greek
τμήμα — το, ατος 1. τεμάχιο, μέρος, κομμάτι. 2. υποδιαίρεση ενός όλου: Τμήμα βιβλίου. 3. κλάδος δημόσιας ή ιδιωτικής υπηρεσίας καθώς και τα γραφεία της: Τμήμα δημοσίων σχέσεων. 5. αστυνομικό τμήμα: Τον έχουν στο τμήμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νηριτική ζώνη ή νηριτικό τμήμα — Όρος που χρησιμοποιείται συχνά αντί του όρου παράλια ζώνη των θαλασσών. Ανήκει στην ευφωτική ζώνη, δηλαδή σε αυτή που δέχεται σημαντικές ποσότητες φωτεινής ενέργειας και γι’ αυτό είναι πλούσια σε φυτικά είδη και, κατά συνέπεια, σε ποικιλία ζώων … Dictionary of Greek
μεσεγκέφαλος — Τμήμα του μεγάλου εγκεφάλου, που βρίσκεται ανάμεσα στα ημισφαίριά του και στην παρεγκεφαλίδα. Αποτελεί τη δεύτερη διόγκωση του εμβρυϊκού νευρικού σωλήνα, που αναπτύσσεται στο τετράδυμο, στον υδραγωγό του Sylvius και στα εγκεφαλικά σκέλη. Σε… … Dictionary of Greek
παραγναθίδα — Τμήμα του κράνους που προστατεύει τις γνάθους. Με π., που ήταν χωριστά κομμάτια και προσαρμόζονταν με καρφιά στο υπόλοιπο κράνος, ήταν εφοδιασμένα τα δερμάτινα και τα μεταλλικά κράνη της ύστερης εποχής του χαλκού. Π. έφεραν και μερικά από τα… … Dictionary of Greek
Έξω Μάνη — Τμήμα της Μάνης από τον Αλμυρό μέχρι το Οίτυλο. Λέγεται και Δυτική Μάνη και Αποσκιαδερή. Η υπόλοιπη Μάνη, η Ανατολική, αποτελεί τμήμα της πρώην επαρχίας Γυθείου. Η περιοχή Οιτύλου, Αρεόπολης, Πύργου Διρού έως τον όρμο Βαθύ ονομάζεται και Μέσα… … Dictionary of Greek
λιβυκοβερβερική ομογλωσσία — Τμήμα της χαμιτικής γλωσσικής οικογένειας, μαζί με τις γλωσσικές ομάδες της αρχαίας αιγυπτιακής και της χουσιτικής. Οι χαμιτικές γλώσσες παρουσιάζουν κοινά μορφολογικά χαρακτηριστικά με τις γλώσσες της σημιτικής ομάδας και θεωρούνται τμήμα μιας… … Dictionary of Greek
ακρωτήριο — Τμήμα ακτής που εισχωρεί μέσα στη θάλασσα, σε λίμνη ή σε ποτάμι. Αποτελείται από παλαιά πετρώματα ή από πρόσφατες προσχώσεις. Τα α. που έχουν γίνει από προσχώσεις έχουν χαμηλό ύψος. (Αρχιτ.) Διακοσμητικό αρχιτεκτονικό στοιχείο που τοποθετούσαν οι … Dictionary of Greek
απευθυσμένο — Τμήμα στο παχύ έντερο, που αποτελεί συνέχεια του σιγμοειδούς και τελειώνει στο ύψος του πρωκτού· βρίσκεται μπροστά στο ιερό οστό και εκτελεί κυρίως τη λειτουργία αποβολής των κοπράνων. Ο μυϊκός χιτώνας των τοιχωμάτων του γίνεται πιο παχύς στο… … Dictionary of Greek
ενδοσπέρμιο — Τμήμα του σπέρματος των αγγειοσπέρμων φυτών, που συνοδεύει ή περιέχει το έμβρυο. Είναι αποταμιευτικός ιστός και προέρχεται από την τριπλή διαίρεση του πυρήνα του ωαρίου. Πολλές φορές το ε. αποδιοργανώνεται πριν το σπέρμα ωριμάσει. Στην περίπτωση… … Dictionary of Greek