Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

το+τμήμα

  • 121 приемный

    приемн||ый
    прил
    1. τής ὑποδοχής, τής ἀκροάσεως:
    \приемныйые часы ὠρες ἀκροάσεως· 2.:
    \приемныйые испытания είσιτήριοι ἐξετάσεις· \приемныйая комиссия ἡ ἐπιτροπή είσαγωγικών ἐξετάσεων
    3. (об отце, сыне и т. п.) θετός:
    \приемный отец ὁ ψυχοπατέρας, ὁ θετός πατήρ· \приемныйая дочь ἡ ψυχοκόρη, ἡ θετή κόρη, ἡ παρακόρη· \приемный сын ὁ ψυχογιός, ὁ θετός υἱός· ◊ \приемный покой ἡ αίθουσα παραλαβής ἀσθενών \приемный пункт τμήμα (или περίπτερο) παραλαβής.

    Русско-новогреческий словарь > приемный

  • 122 раздел

    раздел
    м
    1. (действие) ἡ διανομή, ὁ διαμοιρασμός, ἡ μοιρασιά, τό μοίρασμα·
    2. (в книге и т. ἡ.) τό τμήμα

    Русско-новогреческий словарь > раздел

  • 123 район

    район
    м
    1. (местность, округа) ἡ περιοχή, ἡ ζώνη:
    отдаленный от центра \район περιοχή μακρυά ἀπό τό κέντρο· угольный \район ἡ ἀνθρακοφόρος περιοχή, ἡ περιοχή ἀνθρακωρυχίων промышленный \район ἡ βιομηχανική περιοχή· укрепленный \район ἡ ὁχυρωμένη ζώνη· \район бо́я ἡ ζώνη τής μάχης· \район военных действий ἡ περιοχή τῶν πολεμικών ἐπιχειρήσεων
    2. (административный) τό τμήμα, ἡ συνοικία (в городе)/ ἡ περιφέρεια (в области).

    Русско-новогреческий словарь > район

  • 124 розыск

    розыск
    м (действие) τό ψάξιμο, ἡ ἐρευνα, ἡ ἀναζήτηση· ◊ уголовный \розыск ἡ καταδίωξη [-ις], τό τμήμα καταδιώξεως.

    Русско-новогреческий словарь > розыск

  • 125 сборочный

    сборочный
    прил:
    \сборочный цех τμήμα συναρμολόγησης.

    Русско-новогреческий словарь > сборочный

  • 126 сварочный

    свар||очный
    прил тех. τής συγκόλλησης:
    \сварочный цех τό τμήμα συγκόλλησης.

    Русско-новогреческий словарь > сварочный

  • 127 северо-запад

    северо-запад л τά βορειοδυτικά, ἡ βορειοδυτική περιοχή. северо-западны., прил βορειοδυτικός. северянин м ὁ βόρειος. севооборот м с.-х. ἡ ἀμειψισπορά, ἡ ἀμειψισπορία, ἡ ἀλληλοσπορά. севрюга ж ὁ ὀξύρρυγχος, τό μερσίνι. сегмент м
    1. шт. τό τμήμα·
    2. биол. τό ἀρθρο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > северо-запад

  • 128 секция

    секция
    ж τό τμήμα, ὁ τομέας.

    Русско-новогреческий словарь > секция

См. также в других словарях:

  • τμῆμα — part cut off neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τμήμα — το / τμῆμα, ήματος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τμᾱμα, άματος, Α 1. τεμάχιο, κομμάτι 2. υποδιαίρεση, μέρος ενός συνόλου (α. «μεγάλο τμήμα τού δάσους κάηκε» β. «τὰ τῆς οἰκουμένης τμήματα», Γρηγ. Ναζ.) 3. μαθ. το επακριβώς καθορισμένο μέρος μιας ευθείας, μιας …   Dictionary of Greek

  • τμήμα — το, ατος 1. τεμάχιο, μέρος, κομμάτι. 2. υποδιαίρεση ενός όλου: Τμήμα βιβλίου. 3. κλάδος δημόσιας ή ιδιωτικής υπηρεσίας καθώς και τα γραφεία της: Τμήμα δημοσίων σχέσεων. 5. αστυνομικό τμήμα: Τον έχουν στο τμήμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νηριτική ζώνη ή νηριτικό τμήμα — Όρος που χρησιμοποιείται συχνά αντί του όρου παράλια ζώνη των θαλασσών. Ανήκει στην ευφωτική ζώνη, δηλαδή σε αυτή που δέχεται σημαντικές ποσότητες φωτεινής ενέργειας και γι’ αυτό είναι πλούσια σε φυτικά είδη και, κατά συνέπεια, σε ποικιλία ζώων …   Dictionary of Greek

  • μεσεγκέφαλος — Τμήμα του μεγάλου εγκεφάλου, που βρίσκεται ανάμεσα στα ημισφαίριά του και στην παρεγκεφαλίδα. Αποτελεί τη δεύτερη διόγκωση του εμβρυϊκού νευρικού σωλήνα, που αναπτύσσεται στο τετράδυμο, στον υδραγωγό του Sylvius και στα εγκεφαλικά σκέλη. Σε… …   Dictionary of Greek

  • παραγναθίδα — Τμήμα του κράνους που προστατεύει τις γνάθους. Με π., που ήταν χωριστά κομμάτια και προσαρμόζονταν με καρφιά στο υπόλοιπο κράνος, ήταν εφοδιασμένα τα δερμάτινα και τα μεταλλικά κράνη της ύστερης εποχής του χαλκού. Π. έφεραν και μερικά από τα… …   Dictionary of Greek

  • Έξω Μάνη — Τμήμα της Μάνης από τον Αλμυρό μέχρι το Οίτυλο. Λέγεται και Δυτική Μάνη και Αποσκιαδερή. Η υπόλοιπη Μάνη, η Ανατολική, αποτελεί τμήμα της πρώην επαρχίας Γυθείου. Η περιοχή Οιτύλου, Αρεόπολης, Πύργου Διρού έως τον όρμο Βαθύ ονομάζεται και Μέσα… …   Dictionary of Greek

  • λιβυκοβερβερική ομογλωσσία — Τμήμα της χαμιτικής γλωσσικής οικογένειας, μαζί με τις γλωσσικές ομάδες της αρχαίας αιγυπτιακής και της χουσιτικής. Οι χαμιτικές γλώσσες παρουσιάζουν κοινά μορφολογικά χαρακτηριστικά με τις γλώσσες της σημιτικής ομάδας και θεωρούνται τμήμα μιας… …   Dictionary of Greek

  • ακρωτήριο — Τμήμα ακτής που εισχωρεί μέσα στη θάλασσα, σε λίμνη ή σε ποτάμι. Αποτελείται από παλαιά πετρώματα ή από πρόσφατες προσχώσεις. Τα α. που έχουν γίνει από προσχώσεις έχουν χαμηλό ύψος. (Αρχιτ.) Διακοσμητικό αρχιτεκτονικό στοιχείο που τοποθετούσαν οι …   Dictionary of Greek

  • απευθυσμένο — Τμήμα στο παχύ έντερο, που αποτελεί συνέχεια του σιγμοειδούς και τελειώνει στο ύψος του πρωκτού· βρίσκεται μπροστά στο ιερό οστό και εκτελεί κυρίως τη λειτουργία αποβολής των κοπράνων. Ο μυϊκός χιτώνας των τοιχωμάτων του γίνεται πιο παχύς στο… …   Dictionary of Greek

  • ενδοσπέρμιο — Τμήμα του σπέρματος των αγγειοσπέρμων φυτών, που συνοδεύει ή περιέχει το έμβρυο. Είναι αποταμιευτικός ιστός και προέρχεται από την τριπλή διαίρεση του πυρήνα του ωαρίου. Πολλές φορές το ε. αποδιοργανώνεται πριν το σπέρμα ωριμάσει. Στην περίπτωση… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»