-
81 пал
I. 1. (выжигание лесных площадей) η καύση του δάσους 2. (выжженное место в степи, в лесу) το καμμένο τμήμα του δάσους. II. мор. 1. (причальное устройство) о κίονας, η δέστρα 2. (откидной стопор шпиля или кабестана) η γλωττίς, η καστανιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пал
-
82 перегон
1. (участок пути между двумя станциями) το τμήμα, η απόσταση (διανυόμενη μεταξύ δυο στάσεων), το «σκέλος» 2. (действие) η μεταφοράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перегон
-
83 передок
1. (трансп.) το εμπρόσθιο/μπροστινό μέρος/τμήμα (του μεταφορικού μέσου) 2. (у обуви) η μύτη (στο υπόδημα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > передок
-
84 планирование
I. 1. (составление плана или проекта постройки, сооружения и т.п.) η σχεδίαση, ο σχεδιασμός 2. (расположение чего-л. согласно чертежу, плану) η σχεδίαση 3. (составление плана каких-л. мероприятий, развития чего-л.) το πρόγραμμα, το σχέδιο 4. эк. о σχεδιασμ/ός, ο προγραμματισμός II. ав. η ανεμοπορία, η ανεμοπλοία, η ομαλή κάθοδος με σβηστό κινητήρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > планирование
-
85 подразделение
1. (разделение на более мелкие части) η υποδιαίρεση 2 (часть, раздел, входящие в состав чего-л.) το τμήμα 3 мат. см. подразбиение.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подразделение
-
86 подставка
το στήριγμα, η βάση, το ικρίωμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > подставка
-
87 полумуфта
ο ημισυμπλέκτηςτο ήμισυ/μισό τμήμα της ζεύξηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > полумуфта
-
88 проставка
тех. το διαχωριστικό, το πα-ρέμβυσμα, το εσωτερικό συμπληρωματικό τμήμαкольцевая - σχήματος δακτυλίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проставка
-
89 раздел
1. (деление на части) η διανομή, η κατανομή, το μοίρασμα, η μοιρασιά, η διαίρεση 2. (часть целого) το τμήμα- науки ο τομέας της επιστήμης, ο κλάδος της επιστήμης- текста книги το κεφάλαιο, το χωρίο (του κειμένουτου βιβλίου) Заграница между чём-л.) τα σύνοραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > раздел
-
90 рубрика
1. (заголовок раздела в газете, журнале и т.п.) η επικεφαλίδα 2. (раздел, подразделение, графа) η παράγραφος, το τμήμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рубрика
-
91 сбыт
эк. η πώλησ/η, η διάθεση των προϊόντωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сбыт
-
92 сегмент
1. (мат., лингв.) το τμήμαшаровой - см. сферический - 2 (зоол.анат.) η περιοχή, το μέροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сегмент
-
93 секция
I. (отдел, часть чего-л.) το τμήμα, о τομέας. II. мед. η (χειρουργική) τομή, το άνοιγμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > секция
-
94 снабжение
1. (питание) о εφοδιασμός 2. (обеспечива-ние) η προμήθει/αο εφοδιασμός3. (предусмотрение, устройство) о εξοπλισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > снабжение
-
95 таль
το σύσπαστο, το πολύσπαστο, το παλάγκοэлектрическая - ηλεκτρικό -.тальвег το φαράγγι, το χαμηλότερο μέρος/τμήμα της κοιλάδαςη γραμμή συνδέουσα τα χαμηλότερα σημεία (της ποταμοκοι-λάδας, του φαραγγιού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > таль
-
96 узел /
1. маш. το τμήμαη μονάδα, το συγκρότημα· * комплектующие - лы - τα από τα οποία αποτελείται ένα σύστημα ή το σύνολο μιας μηχανής2. (затянутая петля, место где связаны концы чего-л.) оκόμποςморской - (способ завязывания каната) ναυτικός - (τρόπος δέσεως σχοινιών)З. физ. о κόμβος4. (дорог, путей, рек ит.п.) о κόμβος, το σημείο διασταύρωσης(δρόμωνοδώνποταμών κ.λπ.)5. (сборочный) η υπομονάδα,το στοιχείοсварной - το ηλεκτρο(συγ)κολ-λημένο στοιχείο/σημείο6. (совокупностьсооружений, механизмов и т.п., расположенных в одном месте и связанных междусобой общностью назначения) το συγκρότημα 7. анат. το γάγγλι/οлимфатические-лы τα λεμφογάγγλια, ο λεμφαδένας8. бот. о ρόζος. II.(мера скорости судна, исчисляемая числом морских миль, пройденных в час) о κόμβος (1.852,2 χιλιόμετρα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > узел /
-
97 цевьё
(стержневая часть чего-л.) о κορμός, το χυτό τμήμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > цевьё
-
98 центроплан
(крыла) ав. το κεντρικό τμήμα ένωσης ατράκτου/πτέρυγας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > центроплан
-
99 цех
το τμήμα (του εργοστασίου)το συνεργείοвагоноремонтный - το συνεργείο επισκευής βαγονιών/οχημάτων- вулканизации το συνεργείο αναγόμωσης, επισκευής ή αντικατάστασης φθαρμένων ελαστικών, разг. το βουλκανιζατέρзакроечный - κοπτικής/κοπήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > цех
-
100 частица
1. (физ., тех.) το σωματίδι/ο, το μόριο, το τμήμα 2. грам. το μόριο 3. (небольшая часть, доля чего-л.) το μέρος, τοτμήμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > частица
См. также в других словарях:
τμῆμα — part cut off neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τμήμα — το / τμῆμα, ήματος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τμᾱμα, άματος, Α 1. τεμάχιο, κομμάτι 2. υποδιαίρεση, μέρος ενός συνόλου (α. «μεγάλο τμήμα τού δάσους κάηκε» β. «τὰ τῆς οἰκουμένης τμήματα», Γρηγ. Ναζ.) 3. μαθ. το επακριβώς καθορισμένο μέρος μιας ευθείας, μιας … Dictionary of Greek
τμήμα — το, ατος 1. τεμάχιο, μέρος, κομμάτι. 2. υποδιαίρεση ενός όλου: Τμήμα βιβλίου. 3. κλάδος δημόσιας ή ιδιωτικής υπηρεσίας καθώς και τα γραφεία της: Τμήμα δημοσίων σχέσεων. 5. αστυνομικό τμήμα: Τον έχουν στο τμήμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νηριτική ζώνη ή νηριτικό τμήμα — Όρος που χρησιμοποιείται συχνά αντί του όρου παράλια ζώνη των θαλασσών. Ανήκει στην ευφωτική ζώνη, δηλαδή σε αυτή που δέχεται σημαντικές ποσότητες φωτεινής ενέργειας και γι’ αυτό είναι πλούσια σε φυτικά είδη και, κατά συνέπεια, σε ποικιλία ζώων … Dictionary of Greek
μεσεγκέφαλος — Τμήμα του μεγάλου εγκεφάλου, που βρίσκεται ανάμεσα στα ημισφαίριά του και στην παρεγκεφαλίδα. Αποτελεί τη δεύτερη διόγκωση του εμβρυϊκού νευρικού σωλήνα, που αναπτύσσεται στο τετράδυμο, στον υδραγωγό του Sylvius και στα εγκεφαλικά σκέλη. Σε… … Dictionary of Greek
παραγναθίδα — Τμήμα του κράνους που προστατεύει τις γνάθους. Με π., που ήταν χωριστά κομμάτια και προσαρμόζονταν με καρφιά στο υπόλοιπο κράνος, ήταν εφοδιασμένα τα δερμάτινα και τα μεταλλικά κράνη της ύστερης εποχής του χαλκού. Π. έφεραν και μερικά από τα… … Dictionary of Greek
Έξω Μάνη — Τμήμα της Μάνης από τον Αλμυρό μέχρι το Οίτυλο. Λέγεται και Δυτική Μάνη και Αποσκιαδερή. Η υπόλοιπη Μάνη, η Ανατολική, αποτελεί τμήμα της πρώην επαρχίας Γυθείου. Η περιοχή Οιτύλου, Αρεόπολης, Πύργου Διρού έως τον όρμο Βαθύ ονομάζεται και Μέσα… … Dictionary of Greek
λιβυκοβερβερική ομογλωσσία — Τμήμα της χαμιτικής γλωσσικής οικογένειας, μαζί με τις γλωσσικές ομάδες της αρχαίας αιγυπτιακής και της χουσιτικής. Οι χαμιτικές γλώσσες παρουσιάζουν κοινά μορφολογικά χαρακτηριστικά με τις γλώσσες της σημιτικής ομάδας και θεωρούνται τμήμα μιας… … Dictionary of Greek
ακρωτήριο — Τμήμα ακτής που εισχωρεί μέσα στη θάλασσα, σε λίμνη ή σε ποτάμι. Αποτελείται από παλαιά πετρώματα ή από πρόσφατες προσχώσεις. Τα α. που έχουν γίνει από προσχώσεις έχουν χαμηλό ύψος. (Αρχιτ.) Διακοσμητικό αρχιτεκτονικό στοιχείο που τοποθετούσαν οι … Dictionary of Greek
απευθυσμένο — Τμήμα στο παχύ έντερο, που αποτελεί συνέχεια του σιγμοειδούς και τελειώνει στο ύψος του πρωκτού· βρίσκεται μπροστά στο ιερό οστό και εκτελεί κυρίως τη λειτουργία αποβολής των κοπράνων. Ο μυϊκός χιτώνας των τοιχωμάτων του γίνεται πιο παχύς στο… … Dictionary of Greek
ενδοσπέρμιο — Τμήμα του σπέρματος των αγγειοσπέρμων φυτών, που συνοδεύει ή περιέχει το έμβρυο. Είναι αποταμιευτικός ιστός και προέρχεται από την τριπλή διαίρεση του πυρήνα του ωαρίου. Πολλές φορές το ε. αποδιοργανώνεται πριν το σπέρμα ωριμάσει. Στην περίπτωση… … Dictionary of Greek