Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το+πλήθος

  • 61 множество

    [μνόζυστβα] ουσ. о. πλήθος

    Русско-греческий новый словарь > множество

  • 62 толпа

    [ταλπά] ουσ. θ. πλήθος

    Русско-греческий новый словарь > толпа

  • 63 уйма

    [ουΐμά] ουσ. θ. πλήθος, σωρός

    Русско-греческий новый словарь > уйма

  • 64 масса

    [μάσσα] ουσ θ μάζα, πλήθος, σωρός

    Русско-эллинский словарь > масса

  • 65 множество

    [μνόζυστβα] ουσ ο πλήθος

    Русско-эллинский словарь > множество

  • 66 множество

    [μνόζυστβα] ουσ ο πλήθος

    Русско-эллинский словарь > множество

  • 67 толпа

    [ταλπά] ουσ θ πλήθος

    Русско-эллинский словарь > толпа

  • 68 уйма

    [ουΐμά] ουσ θ πλήθος, σωρός

    Русско-эллинский словарь > уйма

  • 69 армия

    θ.
    1. στρατός•

    советская армия ο Σοβιετικός στρατός•

    служить в -и υπηρετώ στο στρατό•

    действующая армия ο ενεργός στρατός•

    резервная армия ο εφεδρικός στρατός•

    призыв, в -ю η κλήση στο στρατό (υπο τα όπλα)•

    регулярная армия ο τακτικός στρατός.

    2. το πεζικό.
    3. σχηματισμός στρατιωτικός, στρατιά•

    первая конная армия η πρώτη στρατιά ιππικού•

    танковая армия η στρατιά αρμάτων μάχης.

    || μτφ. πλήθος•

    -безработных στρατιά ανέργων.

    Большой русско-греческий словарь > армия

  • 70 баран

    α.
    1. κριάρι.
    2. αγριοπρόβατο.
    εκφρ.
    как баран на новые ворота – σαν πρόβατο σε άγνωστη είσοδο (δυσκολοπροσανατόλιστος, αδιανόητος)•
    как баран уперся – πεισμάτωσε (καπρι-τσώθηκε) πολύ, γινάτεψε σαν γαϊδούρι•
    стадо -ов – κοπάδι πρόβατα (άβουλοι άνθρωποι, ανοργάνωτο πλήθος).

    Большой русско-греческий словарь > баран

  • 71 богатство

    ουδ.
    1. πλούτος•

    огромное -τεράστιος πλούτος.

    2. μτφ. πλήθος, αφθονία.
    3. πολυτέλεια.

    Большой русско-греческий словарь > богатство

  • 72 ватага

    θ.
    1. πλήθος ανθρώπων, τσούρμο.
    2. συνεργατική (κυρίως αλιευτική).

    Большой русско-греческий словарь > ватага

  • 73 ввалить

    ввалю, ввалишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вваленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.
    1. μ. ρίχνω, πετώ μέσα• - щебень в яму ρίχνω πέτρες στο λάκκο.
    2. μτφ. δέρνω, χτυπώ, τις ρίχνω, τις βρέχω•

    ввалить в спину χτυπώ στη ράχη.

    1. πέφτω, καταπέφτω, σωροβολιάζομαι•

    -в яму πέφτω στο λάκκο.

    2. πέφτω, γέρνω προς τα μέσα•

    -иеся щки βαθουλωμένα μάγουλα.

    3. εισορμώ•

    толпа -лась в коридор το πλήθος όρμησε στο διάδρομο.

    Большой русско-греческий словарь > ввалить

  • 74 великий

    επ., βρ: -лик, -а, -о и. –а, -о, πλθ. велики κ. велики, υπερθ. величайший.
    1. μέγας, μεγάλος•

    александр великий ο Μέγας Αλέξανδρος•

    -ие люди οι μεγάλοι άνθρωποι•

    ученый μεγάλος επιστήμονας.

    2. πολύ μεγάλος, τρανός•

    великий праздник μεγάλη γιορτή•

    у страха глаза -и οτο φόβο τα μάτια μεγαλώνουν, γουρλώνουν.

    3. μεγαλύτερος του δέοντος•

    сапоги мне -и οι μπότες μου είναι μεγάλες.

    εκφρ.
    от мала до -а – μικροί και μεγάλοι (όλοι)•
    - ое множество – μεγάλο πλήθος•
    к -ому – προς το μεγάλο•
    к -ому моему удивлению – προς μεγάλη μου κατάπληξη•
    великий пост – η Μεγάλη Σαρακοστή•
    - а важность – μεγάλη σπουδαιότητα.

    Большой русско-греческий словарь > великий

  • 75 вмешать

    ρ.σ.μ.
    1. επιμιγνύω, προσμιγνύω.
    2. μτφ. ανακατεύω, αναμιγνύω•

    его вмешать ли в это грязное дело τον έμπλεξαν σ’ αυτή τη βρωμερή υπόθεση (βρωμοδουλιά).

    1. αναμιγνύομαι, ανακατεύομαι•

    вмешать в толпу ανακατεύομαι στο πλήθος.

    2. παίρνω μέρος, συμμετέχω•

    вмешать в драку αναμιγνύομαι στον καβγά.

    Большой русско-греческий словарь > вмешать

  • 76 вороньё

    ουδ.
    1. αθρσ. ισμήνος κορακιών.
    2. μτφ. μαυρία, πλήθος αρπαγών ανθρώπωπ στίφος.

    Большой русско-греческий словарь > вороньё

  • 77 втереть

    вотру, вотрёшь, παρλθ. χρ. втер, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. втертый, βρ: втерт, -а, -о, επίρ. μτχ. втерев, κ. втерши, ρ.σ.μ.
    1. εντρίβω, μαλάσσω•

    втереть мазь в кожу κάνω εντριβή του δέρματος με αλοιφή.

    2. μτφ. (απλ.) καταφέρνω να βάλλω κάποιον στη δουλειά, υπηρεσία.
    εκφρ.
    втереть очки (кому) – ρίχνω στάχτη στα μάτια κάποιου (ξεγελώ, απατώ).
    εισχωρώ, διεισδύω, χώνομαι•

    втереть в толпу χώνομαι στο πλήθος.

    || υπεισέρχομαι, εισχωρώ επιτήδεια, τρυπώνω•

    втереть в кампанию κολλώ στην παρέα.

    εκφρ.
    втереть в доверие – επιτήδεια αποκτώ την εμπιστοσύνη.

    Большой русско-греческий словарь > втереть

  • 78 втиснуть

    ρ.σ.μ. πιέζω, πατώ, θλίβω, ζουλώ, -ίζω, ζουπώ, -ίζω, στριμώχνω•

    втиснуть белье в чемодан πιέζω τα ρούχα στη βαλίτσα.

    εισέρχομαι, χώνομαι με δυσκολία, στριμώχνομαι•

    втиснуть в толпу στριμώχνομαι στο πλήθος.

    Большой русско-греческий словарь > втиснуть

  • 79 выглядеть

    -яжу, -ядишь, ρ.σ.μ.
    1. (απλ.) διακρίνω, ξεχωρίζω, βλέπω•

    в толпе он -ел своего знакомого αυτός διέκρινε στο πλήθος έναν γνωστόν του.

    || παρατηρώ, βλέπω καλά, ρλα.
    2. -яжу, -ядишь
    ρ.δ.
    φαίνομαι, δείχνω•

    он -ит больным αυτός φαίνεται για άρρωστος•

    выглядеть молодым φαίνομαι νέος•

    дом -ит новым το σπίτι φαίνεται καινούριο.

    Большой русско-греческий словарь > выглядеть

  • 80 выдвинуть

    ρ.σ.μ.
    1. προωθώ•

    выдвинуть батареи ближе к неприятелю προωθώ τις πυροβολαρχίες πιό σιμά προς τον εχθρό.

    || ύρω, τραβώ, βγάζω έξω•

    выдвинуть ящик из комода βγάζω έξω το συρτάρι του κομού.

    || προβάλλω, βγάζω μπροστά•

    выдвинуть левую ногу вперед προβάλλω το αριστερό πόδι.

    2. μτφ. προβάλλω, προτείνω• φέρω, προσκομίζω, προσάγω, παρουσιάζω•

    выдвинуть аргументы, φέρω επιχειρήματα•

    выдвинуть доказательства προσκομίζω αποδεικτικά στοιχεία•

    выдвинуть тезисы (φιλοσ.) προβάλλω θέσεις•

    выдвинуть вопрос βάζω (ανακινώ) ζήτημα•

    выдвинуть обвинение εγείρω κατηγορία.

    3. αναδείχνω, προάγω, ανεβάζω• προτείνω.
    1. προβάλλω, βγαίνω μπροστά•

    из толпы -лся старик μέσα από το πλήθος βγήκε μπροστά ένας γέρος.

    || εξέχω, εισέρχομαι, εισδύω.
    2. αναδείχνομαι, προωθούμαι, ανεβαίνω, προάγομαι, προβιβάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > выдвинуть

См. также в других словарях:

  • πλῆθος — great number neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήθος — το / πλῆθος, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πλεῑθος και δωρ. και αιολ. τ. πλᾱθος, Α 1. μεγάλος αριθμός ανθρώπων, ζώων ή ομοειδών πραγμάτων συγκεντρωμένων στο ίδιο μέρος (α. «πλήθος πουλιών» β. «τα πλήθη τών τουριστών» γ. «η βόμβα εξερράγη ανάμεσα στο… …   Dictionary of Greek

  • πλήθος — το ους, μεγάλος αριθμός προσώπων ή πραγμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραμμικό σύστημα — Πλήθος γραμμικών εξισώσεων που έχουν τους ίδιους αγνώστους (σε μία γραμμική εξίσωση οι άγνωστοι είναι πρώτου βαθμού και δεν υπάρχουν όροι που να περιέχουν γινόμενα των αγνώστων). Για παράδειγμα, μία γραμμική εξίσωση με έναν άγνωστο έχει τη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • πλᾶθος — πλῆθος great number neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • αριθμόσωμα ή σώμα αριθμών — Ένα πλήθος αριθμών που έχουν την εξής ιδιότητα: το άθροισμα, η διαφορά, το γινόμενο και το πηλίκο οποιωνδήποτε από αυτούς (ίσων ή διαφόρων) να ανήκει πάλι στο πλήθος αυτό. Παραδείγματα α. είναι το πλήθος όλων των ρητών, οι αριθμοί α + βi (α, β =… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»