Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το+πλήθος

  • 21 множество

    ουδ.
    πλήθος, πληθώρα, σωρεία•

    множество рабочих πλήθος εργατών•

    множество предметов σωρεία αντικειμένων•

    во -е κατά μεγάλες ποσότητες•

    бесчисленное множество απειροπληθής αριθμός.

    Большой русско-греческий словарь > множество

  • 22 на

    на 1
    πρόθ. με αιτ. και, προθτ.
    1. επάνω, επί, στον, στην, στο κ.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι.• на землю, на земле (πάνω) στη γη•

    наклеить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο•

    на полу, на пол στο πάτωμα•

    на улицу, на улице στο δρόμο•

    на сущу, на суще στην ξηρά.

    2. μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе ο πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό•

    тоска на сердце θλίψη στην καρδιά•

    служить на флоте υπηρετώ στο στόλο•

    идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο•

    идти на завод πηγαίνω στο εργοστάσιο•

    пришли на память прошлогодние события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα.

    3. (κατεύθυνση) προς, κατά•

    окна на восток παράθυρα κατά την ανατολή•

    дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο•

    посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν.

    4. (επαφή σύγκρουση) επί, επάνω στον, στην, στο κ.τ.τ. наскочить на забор προσκρούω στον περίβολο•

    наткуться на камень σκοντάφτω στην πέτρα.

    5. (ομοιότητα)• προς, με• σαν•

    беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο.

    6. (χρόνος)• τον, την, το• στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен митинг την (στις) 15 Ιούλη καθορίστηκε συλλαλητήριο•

    на той неделе την ερχόμενη εβδομάδα•

    на следующий день την επόμενη (μέρα)•

    на другое утро το άλλο πρωί•

    на каникулах (σ)τις διακοπές.

    || προς•

    в ночь с 24 на 25 декабря тц νύχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη.

    || σε•

    со дня на день από μέρα σε μέρα•

    с часу на час από ώρα σε ώρα.

    7. κατά, ως προς•

    мягкий на ощупь μαλακός (κατά) την αφή.

    8. (σκοπός• αφορμή) ως, για, δια•

    подарить на память δωρίζω για ενθύμιο•

    подарок на день рождения δώρο για τα γενέθλια•

    на всякий случай για κάθε ενδεχόμενο•

    деньги на ремонт χρήματα για επισκευή.

    9. (ειδικότητα, επάγγελμα) για•

    буду учиться на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αεροπόρος.

    10. (αιτία) για, δια•

    спосибо на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια.

    11. χάρη, για, προς•

    на славу για δόξα•

    на страх για φόβο•

    родиться на горе γεννιέμαι για πίκρες.

    12. (τρόπο) με, κατά•

    на старинный образец κατά τον παλαιό τύπο (υπόδειγμα)•

    на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας κατά τον καλπασμό•

    на бегу τρέχοντας• κατά το τρέξιμο•

    на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα•

    на ходу πηγαίνοντας, βαδίζοντας, κινούμενος.

    || (επί βαθμολογίας) για•

    сдать экзамен на отлично δίνω εξετάσεις (για) άριστα.

    13. (συνθήκες, κατάσταση)• με•

    на пустой ή на голодный желудок με αδειανό το στομάχι.

    || από, εκ•

    на память από μνήμης;

    14. με•

    дверь закрыта на замок η πόρτα είναι κλεισμένη με κλείδωνιά•

    она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα•

    ходить на костылях βαδίζω με τα δεκανίκια•

    жарить на масле τηγανίζω με λάδι•

    мы поедем на пароходе θα ταξιδέψομε με το πλοίο•

    играть на деньги παίζω με χρήματα.

    15. (αύξηση, μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά•

    продвинуться на 200 метров προωθούμαι κατά 200 μέτρα•

    на 10 лет моложе брата κατά δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό.

    || (για ποσοτική διαφορά) κατά, για•

    я опоздал на 10 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά•

    отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα.

    16. εναντίον, κατά•

    жаловаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή.

    || μπροστά, εμπρός•

    это про-изходило на моих глазах αυτό γινόταν μπροστά στα μάτια μου.

    17. (αφθονία, πλήθος) επί, επάνω•

    ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη•

    дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη).

    на 2
    (μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)•, возьми να, πάρε•, лови να, πιάσε•, это тебе να, αυτό είναι για σένα.
    εκφρ.
    вот (тебе и) наκ. (απλ.) вот те на (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα•
    на-ка (-поди); (да и) на-поди – (απλ.) (για αγανάκτηση)1 ωρίστε μας.

    Большой русско-греческий словарь > на

  • 23 рой

    роя πλθ. рой, ров α.
    1. σμήνος, εσμός, σμάρι•

    рой диких пчл σμήνος άγριων μελισσών•

    над головой вьтся рой комаров и мух πάνω από το κεφάλι στριφογυρίζει σύννεφο από κουνούπια και μύγες.

    2. μτφ. πλήθος συρροή, χείμαρος• σωρεία•

    рой мыслей πλήθος σκέψεων•

    рой воспоминаний σωρεία αναμνήσεων.

    Большой русско-греческий словарь > рой

  • 24 ворох

    (с.-χ) ο σωρός
    το πλήθος

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ворох

  • 25 массив

    ο όγκος, η ογκώδης κατασκευή· бетонный - του σκυροδέματος
    жилищный - η συνοικία, το πλήθος ομοιότυπων πολυκατοικιών
    лесной - η δασώδης περιοχή, η δασική έκταση

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > массив

  • 26 множество

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > множество

  • 27 совокупность

    το σύνολο
    генеральная - (стат.) το ολικό «πλήθος».

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > совокупность

  • 28 усреднение

    1. (величин) η εύρεση του μέσου όρου 2. (сглаживание) η ομαλοποίηση.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > усреднение

  • 29 бездна

    бездна
    ж
    1. ἡ ἄβυσσος, τό βάραθροΜ;
    2. (множество) разг ὁ σωρός, τό πλήθος.

    Русско-новогреческий словарь > бездна

  • 30 большой

    больш||ой
    прил
    1. μεγάλος, μέγας/ πολυάριθμος (многочисленный):
    \большойо́е количество а) ὁ μεγάλος ἀριθμός, б) πλήθος ἀνθρώπων (о людях);
    2. (значительный) μεγάλος/ σπουδαίος, σημαντικός (важный):
    \большойа́я радость ἡ μεγάλη χαρά; \большойо́е событие τό σημαντικό γεγονός;
    3. (выдающийся, замечательный) ἐπιφανής, διαπρεπής, διακεκριμένος:
    \большой ученый ὁ διαπρεπής ἐπιστήμων
    4. (взрослый) μεγάλος:
    он стал \большой μεγάλωσε; ◊ \большой палец ὁ ἀντίχειρας, ὁ ἀντίχειρ; \большой друг ὁ μεγάλος φίλος.

    Русско-новогреческий словарь > большой

  • 31 бремя

    бремя
    с τό φορτίο[ν], τό βάρος, τό ἀχθος:
    \бремя лет τό ἄχθος τοῦ γήρατος; \бремя забот τό βάρος (или τό πλήθος) φροντίδων быть \бремяенем для кого́-л. εἶμαι βάρος (или φορτίο) σέ κάποιον ◊ разрешиться от \бремяени ἐλευθερώνομαι, γεννώ, τίκτω.

    Русско-новогреческий словарь > бремя

  • 32 ворох

    ворох
    м ὁ σωρός, ἡ σωρεία, τό πλήθος.

    Русско-новогреческий словарь > ворох

  • 33 врезаться

    врезаться
    несов, врезаться сов
    1. (έν)σφηνώνομαι:
    \врезаться в толпу́ χώνομαι στό πλήθος· \врезаться в землю (о самолете) σφηνώνομαι στό Εδαφος·
    2. (запечатлеваться) ἐντυπώνομαι, ἀποτυπώνομαι, χαράσσομαι:
    \врезаться в память ἀποτυπώνομαι στή μνήμη.

    Русско-новогреческий словарь > врезаться

  • 34 гибель

    гибель
    ж
    1. ὁ ὅλεθρος, ἡ καταστροφή, ὁ χαμός, ἡ ἀπώλεια/ τό ναυάγιο (корабля)/ ἡ κατάρρευση [-ις] (государства)/ ὁ θάνατος (смерть):
    идти на верную \гибель πηγαίνω σέ σίγουρο χαμό·
    2. (множество) разг χό πλήθος, ἡ μάζα.

    Русско-новогреческий словарь > гибель

  • 35 гора

    гор||а
    ὁκ
    1. τό ὅρος, τό βουνό:
    ледяная \гора τό παγόβουνο· кататься с \гораы (на санках) κατηφορίζω μέ τό ἔλκηθρο· идти в гору о) ἀνεβαίνω ἀνήφορο, ἀνηφορίζω, б) перен προκόβω, ἔχω ἐπιτυχίες· идти́ под гору κατεβαίνω, κατηφορίζω·
    2. перен (куча) ὁ σωρός, ἡ στοίβα, ἡ στιβάς/ τό πλήθος (множество):
    \гора книг ὁ σωρός βιβλίων ◊ пир \гораой разг τρικούβερτο γλέντι· как \гора с плеч (свалилась) разг ἐβγαλα ἕνα μεγάλο βάρος ἀπό πάνω μου· сулить золотые го́ры разг ὑπόσχομαι λαγούς μέ πετραχήλια· стоять \гораой за кого-л., за что-л. ὑπερασπίζω κάποιον, κάτι μ' ὅλες μου τίς δυνάμεις· быть не за \гораами разг γρήγορα, σύντομα· \гора родила мышь τό βουνό κοιλοπονοδσε κ' ἔναν πόντικα γεννοῦσε, ὠδινεν ὄρος ἐτεκεν μῦν за \гораами за долами фольк. δρόμο παίρνει, δρόμο ἀφήνει.

    Русско-новогреческий словарь > гора

  • 36 гурьба

    гурьб||а
    ж τό πλήθος, τό τσοῦρμο, ἡ τσούρμα.

    Русско-новогреческий словарь > гурьба

  • 37 гуща

    гу́щ||а
    ж
    1. (осадок) τό κατακάθι (-σμα), ἡ ὑποστάθμη:
    кофейная \гуща τό κατακάθι τοῦ καφέ·
    2. (чаща) τό πυκνό[ν] μέρος δάσους, ἡ λόχμη·
    3. перен ἡ βαθειά, στό βάθος:
    в \гущае толпы μέσα στό πλήθος· в \гущае событий μέσα στά γεγονότα.

    Русско-новогреческий словарь > гуща

  • 38 действовать

    действовать
    несов
    1. (поступать) ἐνεργῶ, δρω, πράττω:
    \действовать осторожно ἐνεργώ προσεκτικά, ἐνεργῶ μέ περίσκεψη· \действовать сообща с кем-л. ἐνεργῶ (или δρω) ἀπό κοινοῦ (или μαζί) μέ κάποιον
    2. (функционировать) λειτουργώ/ δουλεύω, ἐργάζομαι (работать):
    у меня не \действоватьует нога δέν μπορώ νά κουνήσω τό πόδι μου·
    3. (чем-либо) χρησιμοποιώ:
    \действовать ножом χρησιμοποιώ μαχαίρι· \действоватьуя локтями, он выбрался из толпы σπρώχνοντας μέ τους ἀγκώνες, βγήκε ἀπό τό πλήθος·
    4. (оказывать действие) ἐπιδρϋ):
    \действовать на нервы πειράζω στά νεΰρα· \действовать успокоительно ἐπιδρῶ καταπραϋντικά, καταπραύνω· \действовать лаской χρησιμοποιώ χάδια· на него́ ничего не \действоватьует αὐτός δέν ἀκούει τίποτε·
    5. (о законе и т. п.) ἰσχύω.

    Русско-новогреческий словарь > действовать

  • 39 дрогнуть

    дрогнуть I
    несов (зябнуть) τρέμω ἀπό τό κρύο, τουρτουρίζω.
    дро́гн||уть II
    сов
    1. (вздрогнуть) ἀνασκιρτώ, ἀνατινάζομαι / ἀρχίζω νά τρέμω (о голосе, звуке и т. п.)·
    2. (прийти в смятение) ταλαντεύομαι, κλονίζομαι:
    войска \дрогнутьули τά στρατεύματα κλονίσθηκαν толпа \дрогнутьула τό πλήθος ταράχτηκε· ◊ рука́ не \дрогнутьет χωρίς νά διστάσω καθόλου.

    Русско-новогреческий словарь > дрогнуть

  • 40 затеряться

    затерять||ся
    1. χάνομαί
    2. перен ἐξαφανίζομαι, χάνομαι:
    \затерятьсяся в толпе ἐξαφανίζομαι μέσα στό πλήθος.

    Русско-новогреческий словарь > затеряться

См. также в других словарях:

  • πλῆθος — great number neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήθος — το / πλῆθος, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πλεῑθος και δωρ. και αιολ. τ. πλᾱθος, Α 1. μεγάλος αριθμός ανθρώπων, ζώων ή ομοειδών πραγμάτων συγκεντρωμένων στο ίδιο μέρος (α. «πλήθος πουλιών» β. «τα πλήθη τών τουριστών» γ. «η βόμβα εξερράγη ανάμεσα στο… …   Dictionary of Greek

  • πλήθος — το ους, μεγάλος αριθμός προσώπων ή πραγμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραμμικό σύστημα — Πλήθος γραμμικών εξισώσεων που έχουν τους ίδιους αγνώστους (σε μία γραμμική εξίσωση οι άγνωστοι είναι πρώτου βαθμού και δεν υπάρχουν όροι που να περιέχουν γινόμενα των αγνώστων). Για παράδειγμα, μία γραμμική εξίσωση με έναν άγνωστο έχει τη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • πλᾶθος — πλῆθος great number neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • αριθμόσωμα ή σώμα αριθμών — Ένα πλήθος αριθμών που έχουν την εξής ιδιότητα: το άθροισμα, η διαφορά, το γινόμενο και το πηλίκο οποιωνδήποτε από αυτούς (ίσων ή διαφόρων) να ανήκει πάλι στο πλήθος αυτό. Παραδείγματα α. είναι το πλήθος όλων των ρητών, οι αριθμοί α + βi (α, β =… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»