Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το+πλήθος

  • 81 высыпать(ся)

    -плю, -плешь, ρ.σ.
    1. μ. αδειάζω, εκκενώνω, χύνω•

    высыпать(ся) муку из мешка αδειάζω το αλεύρι από το σακκί.

    2. (για πλήθος) εξέρχομαι, βγαίνω έξω, ξεχύνομαι. || εμφανίζομαι, φαίνομαι•

    -ли звезды βγήκαν τ’ αστέρια•

    -ла сыпь βγήκαν εξανθήματα.

    1. (για στερεά) πέφτω, τρίβομαι. || αδειάζω, εκκενώνομαι.
    2. εξέρχομαι, βγαίνω έξω, ξεχύνομαι.
    высыпа/ ть(ся) 2
    ρ.δ.
    βλ. высыпать(ся).
    высыпа/ ть(ся) 3
    -аюсь, -аешься, ρ.δ.
    βλ. выспаться.

    Большой русско-греческий словарь > высыпать(ся)

  • 82 глядеть

    -яду, -ядишь, επιρ. μτχ. глядя κ. λκ. ποίηση•

    глядючи, ρ.δ.

    1. βλέπω, κοιτάζω, παρατηρώ, ορω, θεωρώ, θωρώ•

    глядеть не глядеться δε χορταίνω να κοιτάζω•

    пристально глядеть καρφώνω τα μάτια.

    2. προσέχω, επιβλέπω,παρακολουθώ, επιτηρώ•

    глядеть за детьми επιβλέπω τα παιδιά.

    (απλ.) κοιτάζω (προσπαθώ) να διακρίνω στο πλήθος.
    3. έχω θέα προς, βλέπω, κοιτάζω•

    окна -ят на двор τα παράθυρα είναι (βλέπουν)προς την αυλή.

    4. φαίνομαι•

    из-за туч -ла луна μέσα από τα σύννεφα πρόβαλε το φεγγάρι.

    5. δείχνω, φαντάζω, έχω θωριά.
    6. (προστκ.) -и(те) πρόσεχε, -έχετε (για κίνδυνο ή απειλή)•

    -щ не усни! κοίτα, μην αποκοιμηθείς!

    εκφρ.
    глядеть в оба глаза – τα μάτια σου τέσσερα•
    глядеть в гроб ή в могилу – είμαι εν όψει του μοιραίου, του τέλους, πεθαίνω οσονούπω, είμαι του θανατά•
    глядеть вон – κοιτάζω για φευγιό, για να το σκάσω•
    коса на кого – στραβοκοιτάζω κάποιον (δείχνω δυσαρέσκεια)•
    глядеть смерти (опасности, гибелиκ.τ.τ.) αντικρύζω το θάνατο, βλέπω το χάρο με τα μάτια•
    - я по кому-чему – ανάλογα (κατά) τον, το κ.τ.τ. -я по обстоятельствам ανάλογα με (κατά) τις περιστάσεις•
    по погоде -я – ανάλογα με (κατά) τον καιρό•
    на ночь -я – αργά το βράδυ, περασμένη η ώρα•
    того и -и – αυτό και να περιμένεις•
    не -ел бы на свет(божий) – δε σήκωνε κεφάλι από τη στενοχώρια•
    -я на... – κατά το παράδειγμα του...• подписать не -я υπογράφω με κλειστά τα μάτια (χωρίς να ελέγξω).
    κοιτάζομαι•

    глядеть на зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη•

    месяц -ится в речку το φεγγάρι φαίνεται στο ποταμάκι.

    Большой русско-греческий словарь > глядеть

  • 83 гора

    θ.
    1. βουνό, όρος•

    ледяная гора παγόβουνο•

    снежная гора χιονόβουνο (για παγοδρομίες).

    2. σωρός μεγάλος, πλήθος, στίβα•

    гора ящиков βουνό από κιβώτια.

    3. επίρ. -ой σαν βουνό (μεγάλος σωρός).
    εκφρ.
    гора на душе лежит – έχω βάρος μεγάλο στην ψυχή (σαν βουνό)•
    гора с плеч (свалилась) – μου ‘φύγε ένα μεγάλο βάρος από πάνω μου (ξαλάφρωσα)•
    -у своротить, сдвинуть – αναποδογυρίζω, κουνώ βουνά (επιτελώ μεγάλες πράξεις)•
    не за -ами – δεν είναι, μακριά, είναι κοντά, σιμά, φαίνεται•
    в -у идти (ή поднимать(ся) – ανέρχομαι τις βαθμίδες της ιεραρχίας, αναδείχνομαι•
    под -у идти ή катитьсяκ.τ.τ. παίρνω τόν κατήφορο, τόν κατιόντα κλάδο (παρακμάζω)•
    надеяться как на каменную -у – βασίζομαι, στηρίζομαι απόλυτα, (σε κάποιον)•
    пир -ой – γλέντι τρικούβερτο•
    - мышь родила – κοιλοπόνεσε βουνό και γέννησε ποντίκι ή ώδινεν όρος, έτεκε μυν (стоять) -ой за кого-что στέκομαι βουνό (ακλόνητος) στο πλευρό κάποιου•
    гора с -ой не сдвинется, а человек с человеком свидится – βουνό με βουνό δε συναντιέται, όμως ο άνθρωπος με τον άνθρωπο συναντιέται παρμ. смерть не за горами, а за плечами παρμ. ο θάνατος δεν είναι μακριά, μπορεί να επέρθει από ώρα σε ώρα, από στιγμή σε στιγμή.

    Большой русско-греческий словарь > гора

  • 84 град

    α.
    1. χαλάζι•

    дождь с -ом βροχο-χάλαζο•

    град идет πέφτει (ρίχνει) χαλάζι•

    побитый -ом χαλαζοχτυπημένος, βλαμμένος από το χαλάζι•

    град величиною с орех χαλάζι ίσαμε καρύδι.

    2. μτφ. πλήθος, αφθονία•

    град насмешек απανωτές κοροϊδίες•

    пот катился -ом πήγαινε (έτρεχε) ο ιδρώτας ποτάμι•

    пули сыпались-ом οι σφαίρες έπεφταν βροχή•

    град палочных ударов βροχή ξυλοκοπημάτων.

    α.
    βλ. город.

    Большой русско-греческий словарь > град

  • 85 гурьба

    θ.
    πλήθος ανθρώπων όχλος.

    Большой русско-греческий словарь > гурьба

  • 86 дождь

    α.
    1. βροχή, υετός•

    проливной -νεροποντή, όμβρος•

    дождь идёт βρέχει•

    дождь моросит ψιχαλίζει•

    дождь перестал η βροχή σταμάτησε•

    собирается дождь ο καιρός είναι για βροχή•

    мелкий дождь ψιλή βροχή•

    дождь льт как из ведра βρέχει με το τουλούμι, ρίχνει με τ' ασκί, ρίχνει καρεκλοπόδαρα•

    переждать дождь αφήνω (περιμένω)να περάσει (να σταματήσει) η βροχή.

    2. μτφ. πλήθος, αφθονία•

    дождь вопросов βροχή ερωτημάτων•

    дождь похвал σωρός επαίνων.

    επίρ.
    βροχηδόν.
    εκφρ.
    золотой дождь – μεγάλο κελεπούρι.

    Большой русско-греческий словарь > дождь

  • 87 жать

    жму, жмешь, ρ.δ.μ.
    1. σφίγγω, πιέζω, θλίβω• ζουλίζω, ζουπίζω•

    жать руку σφίγγω το χέρι•

    жать друг друга в толпе συνωθούμαι στο πλήθος.

    || στηρίζω γερά•

    жать ружье к плечу στηρίζω γερά το όπλο στον ώμο.

    || συμπιέζω, συμπυκνώνω. || καταπιέζω, καταδυναστεύω.
    2. στενεύω•

    туфли жмут τα παπούτσια με σφίγγουν•

    воротник жмет ο γιακάς με σφίγγει.

    3. στίβω, εκθλίβω•

    жать сок из лимона στίβω το λεμόνι•

    жать виноград πατώ τα σταφύλια•

    жать масло βγάζω λάδι.

    4.•(αθλτ.) ανυψώνω, σηκώνω, αίρω•

    жать штангу σηκώνω βάρη (αλτήρες).

    5. (απλ.) πατώ, αυξαίνω (για ταχύτητα κλπ)•

    водитель все жал и жал ο οδηγός πατούσε κι όλο πατούσε (γκαζ).

    1. μαζεύομαι, συμπτύσσομαι, ζαρώνω•

    жать от холода μαζεύομαι, από το κρύο.

    || συνωστίζομαι.
    2. σφίγγομαι, κολλώ•

    ребенок -лся к матери το παιδάκι κόλλησε στη μάνα•

    он испуганно -лся в угол φοβισμένος μαζεύτηκε στη. γωνία.

    3. μαζεύομαι, συστέλλομαι, διστάζω•

    он -лся, не зная, что сказать αυτός μαζεύτηκε, μη ξέροντας τί να πει.

    4. τσιγγουνεύομαι, αψυχώ•

    не жмитесь, давайте что есть μη μαζεύεστε, δόστε ό,τι υπάρχει.

    жну, жнешь, ρ.δ.μ. θερίζω.
    θερίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > жать

  • 88 зажать

    -жму, -жмешь
    ρ.σ.μ.
    1. (συ)σφίγγω, πιέζω• (‘συν)θλίβω•

    зажать в руке σφίγγω στο χέρι•

    зажать болт σφίγγω το μπουλόνι.

    || κρατώ, κρύβω (χρήματα).
    2. βουλώνω σφίγγοντας, φράσσω, κλείνω•

    зажать нос, уши βουλώνω τη μύτη, τ’ αυτιά.

    || ζουπώ, ζουλίζω, πιέζω•

    его совсем -ли в толпе τον παραζούλισαν ατο πλήθος.

    3. μτφ. πνίγω•

    зажать критику πνίγω την κριτική•

    зажать иницити-ативу πνίγω την πρωτοβουλία.

    εκφρ.
    зажать рот – βουλώνω το στόμα.
    -жну, -жнешь
    ρ.σ.
    αρχίζω να θερίζω.

    Большой русско-греческий словарь > зажать

  • 89 залить

    -лью, -льешь, παρλθ. χρ. залил, -а, -о, προστκ. залей, μτχ. παρλθ. χρ. заливший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. залитый, βρ: залит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πλημμυρίζω, κατακλύζω•

    река -ла низменные места το ποτάμι πλημμύρισε τα χαμηλότερα μέρη.

    || μτφ. γεμίζω•

    толпа -ла, пло-шадь το πλήθος πλημμύρισε την πλατεία.и διαχέομαι, ξαπλώνομαι, καλύπτω•

    бледность -ла! его лицо το πρόσωπο του χλώμιασε.

    || μτφ. δυ-αχέω, διασκορπίζω, πληρώ, γεμίζω•

    залить светом комнату χύνω άπλετο φως στο δωμάτιο.

    2. χύνω, λερώνω•

    залить скатерть вином χύνω κρασί στο χραπεζομάντηλο.

    3. σβήνω με νερό•

    залить пожар σβήνω την πυρκαγιά με νερό.

    4. ρίχνω•

    залить двор асфальтом σκεπάζω την.αυλή με άσφαλτο•

    фундамент бетоном χύνω μπετόν στο θέμελο•

    -смолой дно лодки αλείφω με πίσσα τον πυθμένα της βάρκας.

    || (απλ.) κλείνω, βουλώνω οπή με επίχυση.
    5. γεμίζω, πληρώ με•

    залить бак горючим γεμίζω το βαρέλι με καύσιμη ύλη.

    εκφρ.
    залить горе ή тоскуκ.τ.τ. πίνω για να πάνε τα φαρμάκια παρακάτω.
    1. πλημμυρίζω, κατακλύζομαι•

    луга -лась водой το λειβάδι το σκέπασε η πλημμύρα.

    2. λερώνομαι.• залить соусом λερώνομαι με σάλτσα.
    3. εισχωρώ, χύνυαι μέσα.

    Большой русско-греческий словарь > залить

  • 90 замешать

    ρ.σ.
    1. αναμιγνύω, ανακατεύω, μπλέκω, μπερδεύω (σε επικίνδυνη, άσχημη υπόθεση).
    2. αρχίζω να αναμιγνύω κλπ. ρ. 1 σημ.
    1. ανακατεύομαι, χάνομαι,• замешать в толпу ανακατεύομαι, στο πλήθος.
    2. μπλέκομαι, μπερδεύομαι, αναμιγνύομαι, (σε επικίνδυνη, βρωμερή υπόθεση).
    3. παλ. παθαίνω σύγχυση,τα χάνω.
    4. αρχίζωι να αναμιγνύομαι, να ανακατεύομαι, να μπλέκομαι, να μπερδεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > замешать

  • 91 заполонить

    ρ.σ.μ.
    1. (παλ. κ. διαλκ.) αιχμαλωτίζω. || μτφ. κάνω κάποιον υποχείριο, σαγηνεύω.
    2. γεμίζω, κατακλύζω•

    толпа -ла улицы το πλήθος κατέκλυσε τους δρόμους.

    Большой русско-греческий словарь > заполонить

  • 92 затереть

    -ру, -решь, παρλθ. χρ. затер, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затертый, βρ: -терт, -а, -о,
    επιρ. μτχ. затерши κ. затерев ρ.σ,μ.
    1. τρίβω, σβήνω με τριβή•

    -надпись на стене τρίβοντας σβήνω την επιγραφή στον τοίχο.

    || σφουγγίζω.
    2. φθείρω με τη συχνή χρήση.
    3. ζουλίζω, ζουπώ•

    в толпе меня -ли στον όχλο με ζούλισαν.

    || μτφ. διώκω, εμποδίζω την ανάδειξη κάποιου, καθηλώνω.
    1. αρχίζω να τρίβομαι.
    2. εισδύω, μπαίνω, χώνομαι•

    затереть в толпу χώνομαι στο πλήθος•

    как сюда -рея? πως εισχώρησες εδώ;

    Большой русско-греческий словарь > затереть

  • 93 затерять

    -яю, -яешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затерянный, βρ: -рян, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    χάνω•

    я -ял ключ έχασα το κλειδί.

    1. χάνομαι,• письмо -лось το γράμμα χάθηκε.
    2. μτφ. εξαφανίζομαι•

    затерять в толпе χάνομαι, στο πλήθος.

    Большой русско-греческий словарь > затерять

  • 94 затолпиться

    -ится
    ρ.σ. αρχίζω να πληθαίνω, να γίνομαι πλήθος.

    Большой русско-греческий словарь > затолпиться

  • 95 исчезнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. исчез, -ла, -ло
    ρ.σ. αμ.
    εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος, αόρατος• εκλείπω, χάνομαι• σβήνω• αποχωρώ απαρατήρητα, διαφεύγω, υπεκφεύγω•

    из виду χάνομαι από τα μάτια, γίνομαι άφαντος•

    эти слова -ли у меня из памяти αυτές οι λέξεις έσβησαν από τη μνήμη μου•

    всё исчезло как тень όλα χάθηκαν σαν σκιά ή έγιναν καπνός•

    он исчез в толпе αυτός χάθηκε στο πλήθος.

    Большой русско-греческий словарь > исчезнуть

  • 96 каскад

    α.
    1. καταρράχτης. || μτφ. χείμαρος• πλήθος, αφθονία•

    каскад красноречия χεί-μαρος ευφράδειας•

    каскад слов χείμαρος λέξεων.

    2. τρόπος πτώσης από το άλογο.
    3. (τεχ.) σύμπλεγμα•

    каскад гидроэлектростанций σύμπλεγμα υδροηλεκτρικών σταθμών.

    Большой русско-греческий словарь > каскад

  • 97 кухонный

    επ.
    μαγειρικός, του μαγειρείου•

    -нож μαχαίρι μαγειρείου•

    -ая посуда τα μαγειρικά σκεύη.

    εκφρ.
    - ая латынь – πλήθος (σωρεία) λαθών.

    Большой русско-греческий словарь > кухонный

  • 98 кучка

    θ.
    1. σωρούλης.
    2. μικρό πλήθος ανθρώπων.

    Большой русско-греческий словарь > кучка

  • 99 легион

    α.
    1. λεγεώνα.
    2. μτφ. πλήθος ανθρώπων.
    εκφρ.
    иностранный легион – η λεγεώνα των ξένων•
    орден почётного -а – το παράσημο της λεγεώνας.

    Большой русско-греческий словарь > легион

  • 100 лес

    -а (-у), προθτ. о лесе, в лесу, πλθ. леса α.
    1. δάσος•

    сосновый лес πευκόδασο, πευκώνας•

    дубовый лес δρυμός, δρυμώνας•

    смешанный лес μικτό δάσος•

    густой лес πυκνό δάσος•

    дремучий лес αδιάβατο (απρόσβατο) δάσος•

    хвойный лес κωνοφόρο δάσος•

    лиственный лес δάσος φυλλοφόρων δέντρων.

    || μτφ. πλήθος•

    лес мачт δάσος καταρτιών.

    2. ξυλεία•

    строительный (строевой) лес οικοδομήσιμη ξυλεία•

    корабельный лес ναυπηγήσιμη ξυλεία•

    сплавлять лес μεταφέρω ξυλεία με το ρεύμα ποταμού•

    барочный лес ξυλεία ξυλογραφίας (σκληρή).

    εκφρ.
    тёмный лес для кого – έχει μεσάνυχτα (αγνοεί τελείως)•
    глядеть (смотреть) в лес – προτίθεμαι να εγκαταλείψω τόπο που μου αρέσει.

    Большой русско-греческий словарь > лес

См. также в других словарях:

  • πλῆθος — great number neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήθος — το / πλῆθος, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πλεῑθος και δωρ. και αιολ. τ. πλᾱθος, Α 1. μεγάλος αριθμός ανθρώπων, ζώων ή ομοειδών πραγμάτων συγκεντρωμένων στο ίδιο μέρος (α. «πλήθος πουλιών» β. «τα πλήθη τών τουριστών» γ. «η βόμβα εξερράγη ανάμεσα στο… …   Dictionary of Greek

  • πλήθος — το ους, μεγάλος αριθμός προσώπων ή πραγμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραμμικό σύστημα — Πλήθος γραμμικών εξισώσεων που έχουν τους ίδιους αγνώστους (σε μία γραμμική εξίσωση οι άγνωστοι είναι πρώτου βαθμού και δεν υπάρχουν όροι που να περιέχουν γινόμενα των αγνώστων). Για παράδειγμα, μία γραμμική εξίσωση με έναν άγνωστο έχει τη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • πλᾶθος — πλῆθος great number neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • αριθμόσωμα ή σώμα αριθμών — Ένα πλήθος αριθμών που έχουν την εξής ιδιότητα: το άθροισμα, η διαφορά, το γινόμενο και το πηλίκο οποιωνδήποτε από αυτούς (ίσων ή διαφόρων) να ανήκει πάλι στο πλήθος αυτό. Παραδείγματα α. είναι το πλήθος όλων των ρητών, οι αριθμοί α + βi (α, β =… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»