Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το+πλήθος

  • 121 нырять

    ρ.δ.
    1. βυθίζομαι, καταδύομαι, βουτώ, ποντίζομαι.
    2. μτφ. εισδύω, χώνομαι•

    нырять в толпу χώνομαι στο πλήθος.

    3. ταλαντεύομαι, πηγαίνω πέρα-δώθε. || κάνω βουτιά•

    самолт -яет в воздухе το αεροπλάνο κάνει βουτιές στον αέρα.

    || (πυγμαχία) κάμπτομαι, αποφεύγω τα χτυπήματα στο κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > нырять

  • 122 океан

    α.
    1. ωκεανός.
    2. μτφ. κάθε τι απέραντο, αχανές, απειράριθμο• πλήθος•

    океан слз ποτάμια δάκρυα•

    океан стрсти ωκεανός παθών•

    людской океан ανθρωποθάλασσα.

    εκφρ.
    воздушный океан – η ατμόσφαιρα.

    Большой русско-греческий словарь > океан

  • 123 окружить

    -жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. окруженный, βρ: -жн, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    1. περικυκλώνω•

    жандирмы -ли дом οι χωροφύλακες περικύκλωσαν το σπίτι•

    толпа его -ла το πλήθος τον περικύκλωσε.

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.) περιβάλλω, περιτριγυρίζω περιστοιχίζω.
    3. πολιορκώ, περικυκλώνω• περιζώνω•

    окружить неприятеля со всех сторон περικυκλώνω τον εχθρό από παντού•

    окружить тесно περισφίγγω.

    Большой русско-греческий словарь > окружить

  • 124 орава

    θ.
    (απλ.) όχλος, συρφετός, μπουλούκι. || πλήθος, πληθώρα.

    Большой русско-греческий словарь > орава

  • 125 оттискать

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) συμπιέζω, συνθλίβω, πατηκώνω•

    ему -ли ноги в толпе του σύνθλιψαν τα πόδια στο πλήθος.

    Большой русско-греческий словарь > оттискать

  • 126 отхлынуть

    ρ.σ. (για νερό, κύματα κ.τ.τ.)• ξεχύνομαι, εκρέω προς τα πίσω. || μτφ. (για πλήθος ανθρώπων)• γυρίζω πίσω, υποχωρώ, αποσύρομαι γρήγορα.

    Большой русско-греческий словарь > отхлынуть

  • 127 подбавить

    -влю, -вишь ρ.σ.μ.
    επιπροσθέτω, προσθέτω λίγο, ρίχνω, βάζω ακόμα λίγο•

    сахар в чай ρίχνω ακόμα λίγο ζάχαρη στο τσάι•

    подбавить в пчку дров βάζω ακόμα λίγα ξύλα στη θερμάστρα.

    αυξαινω, -ομαι, γίνομαι περισσότερος, πληθύνομαι•

    народу у входа -лось το πλήθος στην είσοδο μεγάλωσε.

    Большой русско-греческий словарь > подбавить

  • 128 покатить

    ρ.σ., покаченный, βρ: -чен, -а, -о.
    1. κυλώ (κάτι στρογγυλό).
    2. ξεκινώ, κατευθύνομαι γρήγορα (με μεταφ. μέσο).
    1. κατευθύνομαι• κινούμαι. || αρχίζω να κυλιέμαι. || τρέχω, πηγαίνω• φεύγω. || κατευθύνομαι ορμητικά (για πλήθος). || μτφ. (γιαήχο) διαδίδομαι, ξαπλώνομαι,
    2. (για δάκρυα, ιδρώτα) κυλώ, τρέχω, πηγαίνω.
    εκφρ.
    покатить со смеху – σπαρταρώ από τα γέλια.

    Большой русско-греческий словарь > покатить

См. также в других словарях:

  • πλῆθος — great number neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήθος — το / πλῆθος, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πλεῑθος και δωρ. και αιολ. τ. πλᾱθος, Α 1. μεγάλος αριθμός ανθρώπων, ζώων ή ομοειδών πραγμάτων συγκεντρωμένων στο ίδιο μέρος (α. «πλήθος πουλιών» β. «τα πλήθη τών τουριστών» γ. «η βόμβα εξερράγη ανάμεσα στο… …   Dictionary of Greek

  • πλήθος — το ους, μεγάλος αριθμός προσώπων ή πραγμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραμμικό σύστημα — Πλήθος γραμμικών εξισώσεων που έχουν τους ίδιους αγνώστους (σε μία γραμμική εξίσωση οι άγνωστοι είναι πρώτου βαθμού και δεν υπάρχουν όροι που να περιέχουν γινόμενα των αγνώστων). Για παράδειγμα, μία γραμμική εξίσωση με έναν άγνωστο έχει τη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • πλᾶθος — πλῆθος great number neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • αριθμόσωμα ή σώμα αριθμών — Ένα πλήθος αριθμών που έχουν την εξής ιδιότητα: το άθροισμα, η διαφορά, το γινόμενο και το πηλίκο οποιωνδήποτε από αυτούς (ίσων ή διαφόρων) να ανήκει πάλι στο πλήθος αυτό. Παραδείγματα α. είναι το πλήθος όλων των ρητών, οι αριθμοί α + βi (α, β =… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»