-
101 ливень
-вня α.1. ραγδαία βροχή, νεροποντή.2. μτφ. πλήθος, βροχή. -
102 любопытный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. περίεργος, παράξενος•любопытный взгляд περίεργη ματιά.
ουσ. ο παράξενος, ο περίεργος•собралась толпа -ых μαζεύτηκε πλήθος περίεργων.
|| φιλοπράγμονας, φιλοπερίεργος.2. ενδιαφέρων•-ая книга ενδιαφέρον βιβλίο•
любопытный случай ενδιαφέρουσα περίπτοση.
-
103 людно
επίρ.ως κατηγ. γεμάτο κόσμο, πλήθος λαού•на этом перекресте всегда людно αυτό το σταυροδρόμι πάντοτε έχει πολύ κόσμο.
-
104 масса
-ы θ.1. μάζα, πλήθος•трудящиеся -ы οι μάζες των εργαζομένων•
народные -ы οι λαϊκές μάζες•
связь с -ами σύνδεση με τις μάζες.
2. όγκος, σωρός, σωρεία, αρμαθός, βουνό•масса впечатлений αρμαθός εντυπώσεων.
3. πολτός•бумажная масса πολτός χαρτιού.
εκφρ.в (общей) -е – κατά το μεγαλύτερο μέρος, κυρίως. -
105 массив
-а α.όγκος• πυκνότητα ογκωδών αντικειμένων•горный массив ορεινός όγκος•
лесной массив δασική έκταση•
земной массив έκταση γης.
εκφρ.жилищный массив – πλήθος ομοιότυπων οικημάτων. -
106 мереть
мрёт, παρλθ. χρ. мёр-ла, -ло; επίρ. μτχ. δεν έχει•ρ.δ.1. πεθαίνω (για πλήθος).2. (για καρδιά, αναπνοή) σφίγγομαι, πιάνομαι, σταματώ, σβήνω.εκφρ.мухи мрут – κοντεύω να σκάσω (από μεγάλη θλίψη). -
107 миллиард
-а α.δισεκατομμύριο. || πλθ. -ы άπειρο πλήθος. -
108 миллион
-а α.1. εκατομμύριο.2. πλθ. -ы άπειρο πλήθος. -
109 мириады
-ад πλθ. (γραπ. λόγος) μυριάδες (αναρίθμητο πλήθος). -
110 многоголовый
επ.πολυκέφαλος•-ая гидра πολυκέφαλη ύδρα.
|| πολυάριθμος•-ая толпа μεγάλο πλήθος λαού.
-
111 муравейник
-а α.μυρμηγκοφωλιά, μυρμηγκιά. || μτφ. πλήθος ανθρώπων. -
112 на...
πρόθεμαI.Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:1. κατεύθυνση της ενέργειας στην επιφάνεια του αντικείμενου: α) σύγκρουση, επαφή με το αντικείμενο: наткнуться на камень προσκρούω στην πέτρα, β) επίθεση, τοποθέτηση στο αντικείμενο, στην επιφάνεια του αντικειμένου: наклеить на стену επικολλώ στον τοίχο•нашить (на платье) επιρράπτω (στο φόρεμα).
2. πραγματοποίηση ενέργειας στην επιφάνεια του αντικειμένου ή σχηματισμός στην επιφάνεια: налипнуть, намрзнуть, насохнуть βλ. ρ.3. πλήρη επάρκεια ενέργειας: α) επέκταση της ενέργειας σε ακαθόριστο πλήθος αντικειμένων: набрать (ягод) μαζεύω (καρπούς)•настирать (белья) πλύνω (ρούχα). β) μέχρι το κανονικό ή το καθορισμένο, όριο: нарастить темпы αυξαίνω τους ρυθμούς. γ) γέμισμα με κάτι: набить погреб γεμίζω το υπόγειο•
накачать шину φουσκώνω το λάστιχο τροχού. δ) ολοκλήρωση της ενέργειας επιμελημένη εκτέλεση: нагладитъ, намыть, начистить βλ. ρ. παρακάτω, ε) (με το μόριο -(ся) εκτελώ αρκετά, ικανοποιήθηκα: нагуляться, насидеться.
4. (μόνο από θέμα ρ.δ. και με επιθέματα: -ива, -ыва, -ва τα οποία προσδίνουν στα ρ. σημασία μακράς διαρκείας)• σημαίνει μείωση έντασης της ενέργειας ή σημαντική δύναμη αυτής παραδείγ. χάρη: наигрывать, напевать, насвистывать.II.Σχηματίζει ρ.σ. μερικών ρημάτων: набальзамировать, напечатать, написать.III.Σχηματίζει επ. και ουσ. με σημ. ύπαρξης επί της επιφάνειας και αντιστοιχεί με το ελληνικό πρόθεμα «επί»: нагрудный, настольный, настенный, нарукавник, наколенник.IV.Σχηματίζει επιρ. με σημ. υπερθετικού β. ως εξής: крепко-накрепко, строго-настрого. -
113 навал
-а α.1. βλ. навалка.2. σωρός.3. επίρ. -ом σωρηδόν, κατά σωρούς, σωριαστάσε μεγάλο πλήθος, αθρόα.4. (ναυτ.)• επίπτωση πλευράς πλοίου. -
114 навалить
-валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наваленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. ρίχνω κάτι βαρΰ, ογκώδες τοποθετώ, βάζω•мешок на телегу ρίχνω το τσουβάλι πάνω στο κάρο•
-ли камень на могилу έβαλαν την ταφόπετρα στο μνήμα.
|| μτφ. φορτώνω, επιφορτίζω, επιβαρύνω•-ли на меня кучу забот με φόρτωσαν ένα σωρό φροντίδες.
2. συσσωρεύω, σωριάζω, τοποθετώ άτακτα. || φορτώνω, γεμίζω.3. (για χιόνι) ρίχνω πολΰ•-ло много сн-гу χιόνισε πολύ.
4. συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι•народу -ло на площадь πλήθος λαού κατέκλυσε την πλατεία.
5. (για φύλλα κ.τ.τ.) απρόσ. πέφτω σωρηδόν.1. επιπίπτω, πέφτω (ρίχνομαι) επάνω•навалить грудью πέφτω επάνω με το στήθος.
|| μτφ. φορτώνομαι, επιφορτίζομαι, επιβαρύνομαι. || μτφ. κυριεύομαι, κατέχομαι.2. μτφ. ορμώ, επιπίπτω μανιασμένα. || (για φαγητό) ρίχνομαι, τρώγω λαίμαργα.3. (ναυτ.) κλίνω γέρνω.4. πέφτω σωρηδόν. -
115 навезти
-везу, -везшь, παρλθ. χρ. навёз, -везла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. навезённый, -зён, -зена, -зеноρ.σ.μ.1. φέρω, κομίζω (πλήθος αντικειμένων κλπ.).2. προσκρούω, σκοντάφτω μεταφέροντας. -
116 населить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. населенный, βρ: -лен, -лена, -лено.1. κατοικίζω, σπιτώνω οικίζω, εγκατασταίνω κατοίκους•населить новый дом κατοικίζω καινούριο σπίτι•
населить пустынный край εγκατασταίνω κατοίκους σε ακατοίκητη περιοχή.
2. εγκατασταίνω πλήθος κατοίκων ή ζώων.κατοικούμαι•пустынный край -лся η έρημη περιοχή κατοικήθηκε.
-
117 натолкать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натолканный, βρ: -кан, -а, -оρ.σ.μ. (απλ.)1. σπρώχνω, ωθώ, ζουπώ, πιέζω δυνατά, συνθλίβω•-ли ему бока του σύνθλιψαν τα πλευρά.
2. χώνω, βάζω σπρώχνοντας.σπρώχνομαι, ζουπιέμαι, συνθλίβομαι, συνωθούμαι στριμώχνομαι•натолкать в толпе στριμώχνομαι στο πλήθος.
-
118 неисчислимый
επ., βρ: -лим, -а, -оαναρίθμητος, αμέτρητος, απειράριθμος, άπειρος•-ое множество άπειρο πλήθος.
-
119 нестройный
επ., βρ: -оен, -оина, -ойно.1. άκομψος, αφιλοτέχνητος•-ая фигура άκομψη φιγούρα.
|| άτακτος, ακανόν ιστός,.ακατάστατος, ρέμπελος•-ая толпа ανάκατο πλήθος•
-ое войско ρέμπελο ασκέρι•
-ые ряды αζύγιστες ή αστοιχιστες γραμμές.
2. παράφωνος, αναρμό-νιστός ανάκατος, συγκεχυμένος•нестройный шум συγκεχυμένος θόρυβος.
-
120 Ноев
-а, -оεπ. Ноев ковчег α) Κιβωτός του Ήώε. β) μτφ. πλήθος ανθρώπων ή ζώων.
См. также в других словарях:
πλῆθος — great number neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήθος — το / πλῆθος, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πλεῑθος και δωρ. και αιολ. τ. πλᾱθος, Α 1. μεγάλος αριθμός ανθρώπων, ζώων ή ομοειδών πραγμάτων συγκεντρωμένων στο ίδιο μέρος (α. «πλήθος πουλιών» β. «τα πλήθη τών τουριστών» γ. «η βόμβα εξερράγη ανάμεσα στο… … Dictionary of Greek
πλήθος — το ους, μεγάλος αριθμός προσώπων ή πραγμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραμμικό σύστημα — Πλήθος γραμμικών εξισώσεων που έχουν τους ίδιους αγνώστους (σε μία γραμμική εξίσωση οι άγνωστοι είναι πρώτου βαθμού και δεν υπάρχουν όροι που να περιέχουν γινόμενα των αγνώστων). Για παράδειγμα, μία γραμμική εξίσωση με έναν άγνωστο έχει τη μορφή… … Dictionary of Greek
πλᾶθος — πλῆθος great number neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
αριθμόσωμα ή σώμα αριθμών — Ένα πλήθος αριθμών που έχουν την εξής ιδιότητα: το άθροισμα, η διαφορά, το γινόμενο και το πηλίκο οποιωνδήποτε από αυτούς (ίσων ή διαφόρων) να ανήκει πάλι στο πλήθος αυτό. Παραδείγματα α. είναι το πλήθος όλων των ρητών, οι αριθμοί α + βi (α, β =… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek