-
41 κυκλο-τερής
κυκλο-τερής, ές, rundgedreht, abgerundet; eigtl. von dem Drechsler gemacht, πέριξ τὴν γῆν ἐοῠσαν κυκλοτερέα ὡς ἀπὸ τόρνου Her. 4, 36; πλοῖα κυκλοτερέα ἀσπίδος τρόπον 1, 194; – übh. ru nd, ἄλσος πάντοσε κυκλοτερές Od. 17, 209; Hes. Th. 145 Sc. 208; κυκλοτερὲς μάγα τόξον ἔτεινεν, er spannte den Bogen rund, daß er sich wie zum Kreise krümmte, Il. 4, 124; ἡ τοῠ παντὸς περίοδος κυκλ. οὖσα Plat. Tim. 58 a; ἐπ' αὐχένι. κυκλοτερεῖ Conv. 189 e; τοῠ περὶ τὴν λίμνην κυκλοτεροῦς οἰκοδομήματος Xen. Hell. 4, 5, 6; Sp.; μόλιβος, Bleikugel, Philp. 17 (VI, 62); – auch adv., Blut.
-
42 μάθημα
μάθημα, τό, das Gelernte, die Wissenschaft; Soph, Phil. 906; Eur. Hec. 814; οὐκ ἀπείργομέν τινα ἢ μαϑήματος ἢ ϑεάματος, Thuc. 2, 39; τοῦ καλοῦ, Plat. Conv. 211 c; τοῠ περὶ τοὺς λογισμοὺς μαϑήματος, Rep. VII, 525 d, wie Lach. 182 b; τὰ μαϑήματα παίδων Tim. 26 b, öfter; Xen. Hem. 1, 1, 7. Bei Sp. bes. Arithmetik u. Geometrie, die mathematischen Wissenschaften; daher οἱ ἀπὸ τῶν μαϑημάτων, die Mathematiker, S. Emp. oft; auch die Astrologie ist gemeint, Pallad. 66 (VII, 687).
-
43 γαργαλισμός
γαργᾰλ-ισμός, ὁ,A tickling (γέλως διὰ κινήσεως τοῦ μορίου τοῦ περὶ τὴν μασχάλην Arist.PA 673a8
), Hp. Alim.26, Pl.Smp. 189a (pl.), Phdr. 253e, Epicur.Fr. 412 (pl.);ἐν τῷ σώματι διέδραμε γ. Hegesipp.1.16
;ἡδονὴ γαργαλισμοῦ ἐφίεται Ph.1.118
, cf. 212 (pl.), Plu.2.765c: [full] γάργαλος, ὁ (more [dialect] Att. acc. to Moer., cf. Ar. Th. 133), and [full] γαργάλη, ἡ, are cited by Erot. s.v. γαργαλισμός, fr. Ar.Fr. 175 and Diph.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαργαλισμός
-
44 κυν-ηγέσιον
κυν-ηγέσιον, τό, das Jagen, die Jagd; Eur. Hipp. 214; κυνηγέσια ἐπιτηδεύειν, Plat. Legg. VI, 763 b; καὶ ϑῆραι Rep. III, 412 b; ἐξιέναι ἐπὶ τὸ κυνηγέσιον, Xen. Cyn. 6, 11; öfter bei Sp., meist im plur.; bei Her. 1, 36, τὸ κυν. πᾶν συμπέμψω, das ganze Jagdgefolge, der Jagdzug, die Jäger u. Hunde; vgl. Xen. Crn. 10, 4; Arist. H. A. 8, 5 nennt auch die gemeinsam auf Raub ausgehenden Haufen von Wölfen κυνηγέσια. – Das Jagdrevier, Xen. Cyn. 7, 11; anch der Fang auf der Jagd, die Jagdbeute, 6, 12. – Uebertr., ἀπὸ κυνηγεσίου τοῦ περὶ τὴν Ἀλκιβιάδου ὥραν Plat. Prot. init., vgl. Lach. 194 b.
-
45 καικίας
καικίας, ὁ, der Nordostwind, nach Arist. de mundo 4 der Euros ὁ ἀπὸ τοῦ περὶ τὰς ϑερινὰς ἀνατολὰς τόπου πνέων, wie Meteorl. 2, 6; komisch Ar. Equ. 435 ὡς οὗτος ἤτοι Καικίας ἢ συκοφαντίας πνεῖ
-
46 ζέσις
ζέσις, ἡ, das Sieden, Aufwallen; καὶ ζύμωσις Plat. Tim. 66 b; καὶ ϑύσις τῆς ψυχῆς Crat. 419 e; öfter bei Folgdn; auch übertr. vom Zorn, wie Arist. anim. 1, 1 erkl. ὀργὴ – ζέσις τοῦ περὶ καρδίαν αἱματος καὶ ϑερμοῦ.
-
47 εὖρος
εὖρος, ὁ (wahrscheinlich von ἠώς, ἕως, Morgenwind, im Ggstze zum ζέφυρος, von ζόφος, nach Andern von αὔρα, vgl. Butim. Lexil. Ip. 120), der Ost-, oder genauer Südostwind, lat. Eurus, Volturnus, Il. 2, 145 u. Folgde. Nach Arist. mund. 4 εὖροι οἱ ἀπὸ ἀνατολῆς συνεχεῖς πνέοντες ἄνεμοι, u. nachher genauer ἀπὸ τοῦ περὶ τὰς χειμερινὰς ἀνατολὰς τόπου; daher Meteorl. 2, 6 γειτνιῶν τῷ νότῳ. Vgl noch ἀπηλιώτης u. καικίας.
-
48 ἐν-θουσιασμός
ἐν-θουσιασμός, ὁ, dasselbe, Plat. Tim. 71 e; nach Arist. Polit. 8, 5 τοῠ περὶ τὴν ψυχὴν ἤϑους πάϑος ἐστίν; Sp., bes. Plut., πρός τι, für Etwas.
-
49 ζέσις
A seething, effervescence, boiling, Pl.Ti. 66b, Ocell. 2.9, etc.;χολῆς Gal.16.577
; οὔρων ib.661; ὅταν ἑψηθῇ μέχρι ζέσεως up to boiling heat, Plu.2.690c: metaph.,ζ. τῆς ψυχῆς Pl.Cra. 419e
; [ὀργὴ] ζ. τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος Arist.de An. 403a31
. -
50 περιπλάσσω
A plaster one thing over another, form as a mould or cast round,περίπλασον αὐτοῖς εἰκόνα Pl.R. 588d
;οἱ πλάττοντες ἐκ πηλοῦ ζῷον ὑφιστᾶσι τῶν στερεῶν τι σωμάτων, εἶθ' οὕτω περιπλάττουσιν Arist.PA 654b31
;τοῦ αἵματος τὸ πηγνύμενον μύρμηκες τοῦ ποδὸς περὶ τὸν μέγαν δάκτυλον περιέπλαττον Plu.Cim.18
; ἡ μύξα περιπλάττεται περί .. Arist.HA 621b8; [ὁ κηρὸς] -πλάσσεται τοῖς ὀδοῦσι PMed.Lond.155.2.8
; [κόκκον] ἐν ἄρτῳ περιπλάττοντες kneading it up in.., Thphr.HP 9.20.2 : metaph., smooth over, disguise,τι χρηστοῖς λόγοις Men.652
; but οἱ [τῷ ζῆν] κενῶς -πλαττόμενοι those who cleave to life, Epicur. Sent.Vat.47 (= Metrod.Fr.49).2 plaster over with a thing,περιπλάττεται πηλῷ Arist.Pr. 924b37
;περιπεπλασμέναι ψιμυθίοις Eub.98.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιπλάσσω
-
51 περιγράφω
A draw a line round, ; π. κύκλον draw a circle round, Id.7.60 ;π. ὅσον ἐναριστᾶν κύκλον Eup.250
;ἡ ταῦτα τὰ πεδία περιγράφουσα γραμμή Plb.2.14.8
: abs., describe a circle, Ar. Pax 879.b Geom., circumscribe,περὶ κύκλον τρίγωνον Euc.4.3
,5, cf. Archim.Sph.Cyl.1.3,al.; τὸ περιγεγραμμένον σχῆμα τῷ τομεῖ ib.40.2 define, determine, limit,π. τοῦ ἔτους χρόνον X.Mem. 1.4.12
;π. ὅτι.. ἐγγύτατα τοῦ πράγματος Arist.Rh. 1396b8
;τὴν πολλὴν βρῶσιν Heraclid.
Tar. ap. Ath.2.64e :—[voice] Med.,Arist.Metaph. 1064a2:—[voice] Pass.,περιεγέγραπτο, ὡς ἔοικε,.. μέχρι ὅσου ἡ νίκη ἐδέδοτο αὐτοῖς X.HG7.5.13
; to be bounded, D.S.3.41 ; to be circumscribed, Ti.Locr.97e, Plot.6.4.7, Dam.Pr. 113, etc.: Rhet., αἱ ἔννοιαι.. ἐφ' ἑαυτῶν περιγραφόμεναι being self- contained, Hermog.Id.1.3.3 terminate, conclude,τὴν βίβλον D.S.2.60
, 3.74, etc. ;τὰς ὑποθήκας Plu. 2.14a
;ἀγχόνῃ τὸ ζην Ath.9.388c
:—[voice] Pass., Placit.3.8.2.4 bring to an end, cure a disease, Archig. ap. Gal.8.90, Sor.2.16 ([voice] Pass.), Gal.13.860.II draw in outline, trace or sketch, delineateτοὺς θεούς Phld. Piet.81
:—[voice] Med., σκιὰν περιγράψασθαι draw oneself an outline, Poll.7.129:—[voice] Pass.,περιγεγράφθω ταύτῃ Arist.EN 1098a20
;τὰ δυνατὰ -γραφῆναι Phld.Ir.p.62W.
; περιγεγραμμένους μῦς well-marked muscles, Antyll. ap. Orib.7.7.8.III enclose as it were within brackets, cancel, annul (cf. διαγράφω), Demonic.1.3, Plu.2.334c, PSI1.64.15 ([voice] Pass., i A.D.);τὸ φιλεῖν AP5.67
(Lucill. or Polemo Rex); τὸ πρὸς δόξαν ἢ τρυφὴν ἅπαν π. Epict.Ench.33 ; π. τινὰ ἐκ πολιτείας exclude from civic privileges, Aeschin.3.209 ; τινὰ τοῦ ζῆν Vett. Val. 150.10:— [voice] Pass., Hld.10.20.IV in Law, defraud, in [voice] Pass., PAmh. 2.77.7 (ii A. D.), etc.; also, circumvent,διάταξιν Just.Nov.55
Praef.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιγράφω
-
52 περιείλω
A wrap round, περὶ τοὺς πόδας σάκια περιειλεῖν (v.l. περιδεῖν, Cobet περιίλλειν) X.An.4.5.36 ;τῷ αὑτοῦ τραχήλῳ τι περιειλήσας Luc.Alex.15
.2 wrap up, swathe,τὸ βρέτας περιειλῆσαι πάντοθεν Ath.15.672d
:—[voice] Med., swathe oneself, ῥακίοις περιειλάμενος (Phot., Suid., - ειλλόμενος or - ειλόμενος codd.) Ar.Ra. 1066 :—[voice] Pass., to be wrapped up, Ath.15.672e; to be coiled, of a snake's tail, Gal.14.265, cf. OGI56.63 (Egypt, iii B. C.) ; to be concentrated,τοῦ πυπώδους περιειληθέντος εἰς τὸ αὐτό Ach.Tat.Intr.Arat. 3
.II build a vaulting, Arch.Anz. 19.8 (Milet.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιείλω
-
53 περισπάω
A- σπάσω D.S.20.3
, A.D.Pron.87.15 :—draw off from around, strip off, Isoc.Ep.9.10 ; τὸ χλαμύδιον αὑτοῦ π. D.S.19.9, etc.:—[voice] Med., strip oneself of,τὴν τιάραν X.Cyr.3.1.13
(so also in [voice] Act.,π. τὴν πορφύραν Plu. Aem.23
).II wheel about, of a general, Plb.1.76.5 ; intr. of the troops, Id.3.116.5 ; esp. wheel twice through a right angle, Ascl. Tact.12.6,al. ; of a horse's bit, οὐ πάνυ π. not pulling it violently round, Luc.Merc.Cond.21.III draw off or away, divert, εἰς τοὐναντίον [τὴν πολιτείαν] Arist.Pol. 1307a24 ;τροφὴν εἰς τὸ περικάρπιον Thphr.CP1.16.2
;π. τοὺς Ῥωμαίους Plb.9.22.5
;τὸν πόλεμον Id.1.26.1
; π. τὴν δύναμιν αὐτοῦ draw it away, Plu.Cic.45 ;ἀπὸ τῆς πατρίδος π. τοὺς βαρβάρους D.S.20.3
;τὸν ἐντὸς.. θόρυβον ἐπὶ τοὺς ἔξω πολέμους D.H.6.23
;π. περὶ τὰς ἔξω στρατείας τὸν δῆμον Id.9.43
: —[voice] Pass.,π. ὑπό τινων PStrassb.112.13
(ii B. C.) ;πάντῃ τὰς ὄψεις περισπώμενος Luc. DDeor.30.11
; ἕως τοῦ ἔξω τόπου π. to be drawn away and expanded, opp. συστέλλεσθαι, Arist.Pr. 863a5.3 divert, distract, Plu.2.96b, 16oc ;π. [τὴν διάνοιαν] ἀπό τινος Metrod.Herc.831.4
, cf. Phld.Rh.2.53 S., al., Onos.42.6 :—[voice] Pass., to be distracted or engaged,π. ταῖς διανοίαις Plb. 15.3.4
;ὑπὸ βιωτικῆς χρείας D.S.2.29
, cf. Phld.Po.Herc.994.24, al.;μηδ' ὑφ' ἑνὸς περισπωμένη ἡ πόλις IG22.1304.7
;περί τινος LXX Si.41.2
;περὶ πολλὴν διακονίαν Ev.Luc.10.40
: abs., Plb.4.10.3.4 steal,ἀργυροῦν ἢ χρυσοῦν ἀνάθημα Philostr.Gym.45
:—[voice] Pass., ἅπαντα περιέσπασμαι I have been robbed of all, Men.Epit. 143.5 [voice] Pass., c. inf., to be compelled to do a thing, περιησπάσθην (sic)ἀνενεγκεῖν PUniv.Giss.19.4
(i A. D.).IV Gramm., pronounce a vowel or word with the circumflex, A.D.Pron.33.24, al., Plu.Thes.26, etc.; esp. on the last syllable, Ath.2.52f, etc.;π. τὸν τόνον A.D.Pron.87.15
;τῷ τόνῳ Gal.16.495
; περισπώμεναι [λέξεις] D.H.Comp.11 ; π. [προσῳδία] D.T.630.2, Ph.1.29 ; περισπώμενος [φθόγγος] ib.46.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισπάω
-
54 περίειμι
περί-ειμι, (1) herumsein; (2) wie ὑπέρειμι, über einen anderen sein, d. i. besser oder vorzüglicher als er sein, ihn übertreffen, c. gen. der Person, die man, u. c. acc. der Sache, in der man überlegen ist; (3) überleben; absolut, ἔςτ' ἂν πυνϑάνηται περιεόντα τὸν πατέρα, am Leben bleiben, gerettet werden, genesen; dah. = übrig sein, vom Gelde und Besitztume; τοσοῠτον ὑμῖν περίεστι τοῦ πρὸς ἐμὲ μίσους, ihr habt so viel übrig, so reichlichen Haß gegen mich; τούτοις δὲ τοσοῦτον περίεστιν, ὥςτε τοὺς ἠδικημένους προςσυκοφαντοῠσι, sie sind so übermütig, sie wissen sich vor Übermut nicht zu lassen. Auch περίεστιν ὑμίν ἐκ τούτων, das habt ihr davon, das kommt davon; τὰ περιόντα χρήματα τῆς διοικήσεως, der Überschuß, der nach Abzug der Ausgabe übrigbleibt, Kassenbestand. Dah. ἐκ τοῠ περιόντος ταῠτα ποιῶ, aus Übermut; ohne Not; als Resultat, Endergebnis übrigbleiben--------------------------------περί-ειμι, umgehen, umhergehen; κατὰ νώτου τινί, im Rücken umgehen. In der Reihe herumgehen und wieder an denselben Ort kommen, u. übh. an einen kommen, gelangen; ἡ ἀρχὴ ἐς τὸν παῖδα περιιοῠσα, die auf den Sohn vererbte; von der Zeit: χρόνου περιιόντος, als Zeit verflossen war, im Verlauf der Zeit; trans., umgehen, umwandeln; τὰς φυλακάς, die Runde machen; τὴν Ἑλλάδα περιῄει, er ging in ganz Griechenland herum -
55 περίστασις
A standing round, τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων π.; crowds standing round the house, Telecl.35 ; π. ποιεῖσθαι, of crowds, Thphr.Char.8.12(pl.); ὄχλοιο π. Timo 34.1 : hence, in concretesense, crowd standing round, Plb.1.32.3, 18.53.11.2 surrounding, ἡ τοῦ ψυχροῦ π. Arist.Pr. 869a21 : in concrete sense, environment,π. ἀέρος ψυχροῦ Epicur.Ep.2p.50U.
, cf. p.48 U.; surrounding space, Plb.6.31.1, 6.41.2 ; esp. free space round a building, OGI483.123, al. (Pergam., ii A. D.), IG14.352i8, 70 ([place name] Halaesa).b portico surrounding a hall or temple, ib.42(1).102.6 (Epid., iv B. C.), Callix.1 ;ἡ ἔξω π. τοῦ σηκοῦ IG7.3073.90
(Lebad.).II circumstances, situation, state of affairs, Plb.1.35.10, 4.67.4, etc.;αἱ π. [τῶν πόλεων] Id.10.21.3
; τὸ παράδοξον τῆς π. Posidon.36 J.; π. nostra, the position of my affairs, Cic.Att.4.8b.2 ; the actuality,μέζων τῆς π. ἡ φαντασίη Aret.SD2.9
; τὰ κατὰ περίστασιν καθήκοντα duties dependent on circumstances, Stoic.3.135, al., cf. Cic.Att.16.11.4, Phld.Rh.1.219 S. (pl.): sg. of a particular circumstance, Ael.Tact.35.1, A.D.Synt.145.4, etc.;κατά τινα π. γραμμάτων Gal.11.242
.b esp. difficult position, crisis (both senses distd. in Arr.Epict.2.6.17, M.Ant.9.13);δὸς π. καὶ λάβε τὸν ἄνδρα Stoic.3.49
; κατὰ τὰς π. in critical times, Plb.1.82.7, cf. 4.33.12, etc.; διὰ τὰς τῶν καιρῶν π. SIG731.2 (Tomi, i B. C.);εἰς πᾶν ἐλθεῖν περιστάσεως Plb.4.45.10
, cf. 1.84.9, etc.; χαλεπὴ π. LXX 2 Ma.4.16, cf. Dsc.Alex.Praef.; μετὰ τὴν κατασχοῦσαν τὴν πόλιν π. SIG708.7 (Istropolis, ii B. C.), cf. IG22.1338.27, Orph.Fr.285.63 ;ἐν π. ἰσχυρᾷ τῶν ἔξωθεν Porph.Abst.1.55
.2 Rhet., circumstances of the case treated by a speaker, Quint. Inst.3.5.18, 5.10.104, Corn.Rh.p.362 H.; classified by Hermog.Inv. 3.5.3 outward pomp and circumstance, ἡ τοῦ βίου π. Plb.3.98.2, cf. 31.26.3 ; τρυφὴ καὶ π. Antig.Car. ap. Ath.12.547f; ὑπάρχων ἐν μεγάλῃ π. Phld.Acad.Ind.p.101 M.4 in Meteorology, of climatic conditions, ἡ κατὰ τὸν ἀέρα π. Plb.3.84.2 ; λοιμικαὶ π. pestilential conditions, Id.6.5.5, cf. SIG731.7 (Tomi, i B. C.); καυματώδης π. D.S.4.22.b Astron., position of the heavenly bodies, ἐκλειπτικὴ π. Sch.Arat. 862.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίστασις
-
56 περιδράσσομαι
A grasp, τινος Ph.2.136, Hierocl. p.37 A., Plu.Cam.26, Lys. 17 : c. acc., -δεδράχθαι θαυμάσιον ἀγαθόν Phld.Mort.18
;ἡ φύσις τοῦ παντὸς π. τὰ ἐν αὐτῇ Iamb.
ap. Simp. in Cat. 375.9: abs., Ph.2.353 ; ὥσπερ ε?περιδράσσομαιXνιοι -δράττονται arrogantly claim, Phld.Rh.1.214 S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιδράσσομαι
-
57 περιπνιγής
περι-πνῐγής, ές,A suffocated, choked, Nic. Th. 432, J.AJ7.13.3 ;ὑπὸ τοῦ θνμοῦ Agatharch.76
;τῇ τῆς ἀναπνοῆς φθορᾷ D.S.38.4
:—also [suff] περί-πνῑγος, ον, Sch.Nic.Th. 432.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιπνιγής
-
58 περιγραφή
περι-γρᾰφή, ἡ,A outline,π. τις ἔξωθεν περιγεγραμμένη Pl. Lg. 768c
, cf.Plt. 277c; διαρθρῶσαι τὰ καλῶς ἔχοντα τῇ π. Arist.EN 1098a23 ;ταῖς π. διορίζεται πρότερον, ὕστερον δὲ λαμβάνει τὰ χρώματα Id.GA 743b20
;κύματος Gal.9.311
; ἴδοι τις ἂν καὶ ἐπ' ἐσθῆτος καὶ ἐν τῇσιν ἄλλῃσι π. general appearance, Hp.Decent.2 ; ἡ τοῦ προσώπου π. Luc.Im. 6 ; κατὰ περιγραφήν in outline, Iamb.Myst.1.9, cf. Thphr.Fr.69.2 circumference, circuit, [ἡ Βαβυλὼν] ἔχει π. μᾶλλον ἔθνους ἢ πόλεως Arist. Pol. 1276a28
, cf. Plb.4.39.1,9.26A.3.b surface, Gal.6.504.c section, Id.19.644.4 Geom., circumscribed figure, Archim.Sph. Cyl.1.6.2 individuality, μία ψυχὴ κἂν φύσεσι διείργηται μυρίαις καὶ ἰδίαις π. M.Ant.12.30 ; κατὰ περιγραφήν in their individual content, S.E.M.8.161.3 Rhet., compass of expression,ἡ π. τῆς ἐννοίας Hermog.Id.1.3
;αἱ π. τῶν διανοιῶν Luc. Dem.Enc.32
; κῶλόν ἐστι νοήματός τινος π. Corn.Rh.p.395H.III Gramm., breaking off, conclusion, prob. in A.D.Conj.251.24,253.15, Synt.267.5.IV αἱ π. descriptive passages, Hermog.Inv.2.7.V in Law, circumvention, fraud, π. τοῦ ταμείου on the treasury, prob. for ἐπιγρ- in PTeb.288.8(iii A. D.), cf. Arch.Pap.1.301 (iv A. D.), etc.;διατυπώσεως Cod.Just.1.2.24.1
, cf. Just.Nov.7 Praef.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιγραφή
-
59 περίκλασις
2 breaking round or on something,π. τοῦ αἰθέρος Id.Lys.12
;κάταγμα γιγνόμενον κατὰ περίκλασιν Gal.18(2).436
.2 generally, change of direction, of winds, Thphr.Vent.28.4 Gramm., κατὰ περίκλασιν with the circumflex accent, D.T.630.2.III of ground, brokenness, ruggedness, Plb.3.104.4 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίκλασις
-
60 περιέχω
περι-έχω, (1) umgeben, umfassen, umschließen; pass., περιεχόμεϑα ὑπὸ τῶν πολεμίων κύκλῳ, umzingelt werden; in sich fassen. Το περιέχον, oder ὁ περιέχων, sc. ἀήρ, die umgebende Luft, Himmel, Atmosphäre; αἱ ἐκ τοῠ περιέχοντος διαφοραί, die Verschiedenheit des Klimas; τὸ καϑόλου, das Generelle; ἐκ τοῦ περιέ χοντος καλοῠσι πλάτακας, mit einem generellen Namen; (2) übertreffen, überlegen; (3) die Hände schützend über einen halten, beschützen, verteidigen, u. übh. sich jemandes annehmen; περίσχεο παιδὸς ἑῆος, nimm dich des Sohnes an; c. acc., οὕνεκά μιν περισχόμεϑα, weil wir ihn beschützten; τινός, sich woran festhalten, mit Liebe woran hängen; c. inf., περιείχετο αὐτοῦ μένοντας μὴ ἐκλιπεῖν, er wünschte, daß sie dort blieben und
См. также в других словарях:
περί — ΝΜΑ, με αναστροφή πέρι, θεσσαλ., δελφ. και αιολ τ. περ, ελεατ. τ. παρ Α πρόθεση η οποία συντάσσεται: 1. με γεν. α) (για δήλωση τού αντικειμένου, τού θέματος για το οποίο γίνεται λόγος ή για το οποίο ενδιαφέρεται κάποιος), για, σχετικά με..., όσον … Dictionary of Greek
περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… … Dictionary of Greek
Πέρι, Γιάκοπο — (Peri, Ρώμη 1561 – Φλωρεντία 1633). Ιταλός συνθέτης και τραγουδιστής. Αφού έκανε μουσικές σπουδές στη Φλωρεντία, έζησε στην αυλή των Μεδίκων ως τραγουδιστής, μουσικός και τέλος καμεράριος (1618). Ήταν εξέχον μέλος της φλωρεντικής καμεράτα· σ’… … Dictionary of Greek
Πέρι, Τσαρλς Χιούμπερτ Χεν — (Parry, 1848 – 1918). Άγγλος μουσικοσυνθέτης, παιδαγωγός και μουσικολόγος. Διετέλεσε καθηγητής στο Βασιλικό Μουσικό Κολέγιο του Λονδίνου και ταυτόχρονα καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πρωτοπόρους του… … Dictionary of Greek
Πέρι, Ραλφ — (Perry, 1876 – 1957). Αμερικανός φιλόσοφος, εκπρόσωπος του νεορεαλισμού. Διετέλεσε καθηγητής στο Χάρβαρντ. Έγραψε διάφορα έργα τα σπουδαιότερα από τα οποία τιτλοφορούνται: Οι φιλοσοφικές τάσεις της σύγχρονης εποχής (1912), Νεορεαλισμός (1912) και … Dictionary of Greek
Κολινί, Γκασπάρ ντε-, κόμης του Σατιγιόν — (Gaspar de Coligny, compte de Chatillion, Σατιγιόν σιρ Λουί 1519 – Παρίσι 1572). Γάλλος ναύαρχος και πολιτικός. Ήταν αρχηγός των Ουγενότων (Γάλλοι προτεστάντες) κατά την πρώτη περίοδο των θρησκευτικών πολέμων. Εισήλθε στην Αυλή σε πολύ νεαρή… … Dictionary of Greek
Μιραμπό, Γκαμπριέλ Ονορέ ντε Ρικετί, κόμης του- — (Gabriel Honore de Riqueti comte de Mirabeau, Μπινιόν, Προβηγκία 1749 – Παρίσι 1791). Γάλλος πολιτικός και συγγραφέας. Στη νεανική του ηλικία έζησε τόσο έκλυτη ζωή, ώστε ο πατέρας του αναγκάστηκε να τον κλείσει πολλές φορές σε διάφορα φρούρια.… … Dictionary of Greek
εκκλησία του δήμου — Στην ελληνική αρχαιότητα ονομάζονταν έτσι οι λαϊκές συνελεύσεις, που αποτελούσαν το ανώτατο όργανο άσκησης της εξουσίας στη δημοκρατική πολιτεία. Στην ε. του δ. συμμετείχαν, με δικαίωμα λόγου και ψήφου, όλοι οι πολίτες –οι ελεύθεροι από πατέρα… … Dictionary of Greek
Χέρμπερτ του Τσέρμπερι, Έντουαρντ — (Herberth of Cherbury, Άιτον Σρόπσαϊρ 1583 – Λονδίνο 1648). Άγγλος διπλωμάτης, ιστορικός, ποιητής και φιλόσοφος. Το ποιητικό έργο του, αν και παρουσιάζει συχνά παραδοξότητες και ασάφειες, περιέχει μερικά από τα καλύτερα λυρικά δείγματα της εποχής … Dictionary of Greek
Αχιλληίς ή διήγησις περί του Αχιλλέως — Τίτλος ποιήματος, που ανήκει στην ενότητα της ακριτικής μας ποίησης ή της ποίησης πριν από την Άλωση. Σώζεται σε τρεις παραλλαγές, γραμμένες σε δεκαπεντασύλλαβους ανομοιοκατάληκτους στίχους, σε γλώσσα μεικτή, από δημοτικούς στίχους και αρχαϊκά… … Dictionary of Greek
Όκαμ, Γουλιέλμος του- — (William of Ockham, ‘Οκαμ, Σάρεΰ περ. 1290 – περ. 1350). Άγγλος φιλόσοφος και θεολόγος. Φραγκισκανός μοναχός, σπούδασε στην Οξφόρδη, όπου, από το 1318 έως το 1324, έγραψε τα περισσότερα θεολογικά και φιλοσοφικά συγγράματά του (Super artem veterem … Dictionary of Greek