-
1 περιγραφή
περι-γρᾰφή, ἡ,A outline,π. τις ἔξωθεν περιγεγραμμένη Pl. Lg. 768c
, cf.Plt. 277c; διαρθρῶσαι τὰ καλῶς ἔχοντα τῇ π. Arist.EN 1098a23 ;ταῖς π. διορίζεται πρότερον, ὕστερον δὲ λαμβάνει τὰ χρώματα Id.GA 743b20
;κύματος Gal.9.311
; ἴδοι τις ἂν καὶ ἐπ' ἐσθῆτος καὶ ἐν τῇσιν ἄλλῃσι π. general appearance, Hp.Decent.2 ; ἡ τοῦ προσώπου π. Luc.Im. 6 ; κατὰ περιγραφήν in outline, Iamb.Myst.1.9, cf. Thphr.Fr.69.2 circumference, circuit, [ἡ Βαβυλὼν] ἔχει π. μᾶλλον ἔθνους ἢ πόλεως Arist. Pol. 1276a28
, cf. Plb.4.39.1,9.26A.3.b surface, Gal.6.504.c section, Id.19.644.4 Geom., circumscribed figure, Archim.Sph. Cyl.1.6.2 individuality, μία ψυχὴ κἂν φύσεσι διείργηται μυρίαις καὶ ἰδίαις π. M.Ant.12.30 ; κατὰ περιγραφήν in their individual content, S.E.M.8.161.3 Rhet., compass of expression,ἡ π. τῆς ἐννοίας Hermog.Id.1.3
;αἱ π. τῶν διανοιῶν Luc. Dem.Enc.32
; κῶλόν ἐστι νοήματός τινος π. Corn.Rh.p.395H.III Gramm., breaking off, conclusion, prob. in A.D.Conj.251.24,253.15, Synt.267.5.IV αἱ π. descriptive passages, Hermog.Inv.2.7.V in Law, circumvention, fraud, π. τοῦ ταμείου on the treasury, prob. for ἐπιγρ- in PTeb.288.8(iii A. D.), cf. Arch.Pap.1.301 (iv A. D.), etc.;διατυπώσεως Cod.Just.1.2.24.1
, cf. Just.Nov.7 Praef.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιγραφή
См. также в других словарях:
μα — (I) (AM μά) 1. μόριο, εισαγωγικό όρκου, το οποίο χρησιμοποιείται και σε περιπτώσεις έντονης διαμαρτυρίας και ακολουθείται από την αιτιατική τού ονόματος ή τού πράγματος που επικαλείται αυτός που ορκίζεται, και λαμβάνεται ως ομοτικό, δηλ.… … Dictionary of Greek
καταφορά — ἡ (AM καταφορά) [καταφέρω] η προς τα κάτω φορά, η καταβίβαση, το κατέβασμα νεοελλ. ιατρ. κατάσταση βαθιάς νάρκης μεταξύ ληθάργου και κώματος, ληθαργική προσβολή νεοελλ. μσν. έντονη έκφραση δυσμένειας, κατάκριση, αποδοκιμασία, δυσμενής κριτική,… … Dictionary of Greek
προστατώ — έω, Α [προστάτης] 1. κυβερνώ («προστατεῑν τῆς πόλεως», Πλάτ.) 2. είμαι επιστάτης, επιμελητής («προστατεῑν τοῡ ἀγῶνος», Ξεν.) 3. είμαι πρόεδρος («προστατεῑν ἐκκλησίας», επιγρ.) 4. υπερασπίζω κάποιον ή κάτι («Ἥρα προστατεῑ [Ἀργείων»]», Ευρ.) 5. (το … Dictionary of Greek
προτίθεμαι — ΝΜΑ, και ο ενεργ. τ. προτίθημι Α έχω την πρόθεση να κάνω κάτι, σκοπεύω, σχεδιάζω (α. «προτίθεμαι να ταξιδεύσω» β. «πολλάκις προεθέμην ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) αρχ. ενεργ. προτίθημι 1. (για φαγητό ή γεύμα) τοποθετώ κάτι μπροστά από κάποιον, παραθέτω … Dictionary of Greek
στατός — ή, όν, Α 1. αυτός που έχει σταθεί σε κάποιο σημείο, που δεν κινήθηκε ή δεν κινείται (α. «στατὸν ὕδωρ» στάσιμο νερό, Σοφ. β. «στατὸς ἵππος» ίππος που έχει μείνει για μακρό χρονικό διάστημα μέσα στον στάβλο, Ομ. Ιλ.) 2. αφιερωμένος, ανατεθειμένος… … Dictionary of Greek
ενώπια — ἐνώπια, τα (Α) 1. ο εσωτερικός τοίχος ενός οικοδομήματος που τόν συναντούσε απέναντί του ο εισερχόμενος («ἄρματα δ ἔκλιναν πρὸς ἐνώπια παμφανόωντα», Ομ. Ιλ.) 2. γενικώς οι τοίχοι τού οικοδομήματος 3. πιθ. πρόσοψη 4. (επιγρ. και στον ενικό)… … Dictionary of Greek
επίνομος — ἐπίνομος, ον (Α) [νόμος] 1. αυτός που κατοικεί στη χώρα, ο επιχώριος («ἔνθα καί νυν ἐπίνομον ἡρωίδων στρατὸν ὁμαγυρέα καλεῑ συνίμεν», Πίνδ.) 2. νόμιμος, κανονικός 3. κληρονόμος επιγρ. 4. ως ουσ. κάτοχος βοσκής επιγρ … Dictionary of Greek
ευτεκνία — η (ΑΜ εὐτεκνία, Α και ποιητ. τ. εὐτεκνίη) [εύτεκνος] το να έχει κάποιος πολλά και καλά τέκνα μσν. μτφ. ευγλωττία («τὴν ἐν λόγοις εὐτεκνίαν», Ευστ.) αρχ. 1. γονιμότητα 2. επιγρ. ευκαρπία 3. (επιγρ., ως κύριο όν.) ἡ Εὐτεκνεία προσωποποίηση τής… … Dictionary of Greek
εύκλεια — Αρχαιοελληνική θεότητα που λατρευόταν κυρίως στην Αθήνα. Είχε κοινό ναό με την Ευνομία, χτισμένο με τα λάφυρα της μάχης του Μαραθώνα. Βωμοί και αγάλματά της υπήρχαν στη Βοιωτία, στη Λοκρίδα, στην Κόρινθο, στους Δελφούς κ.α. Στον βωμό της θυσίαζαν … Dictionary of Greek
ηδύλειος — ἡδύλειος, α, ον (Α) [Ηδύλος] επιγρ. αυτός που ανήκει στον Ηδύλο ή σχετίζεται με τον Ηδύλο («ἡδυλεία κύλιξ», επιγρ.) … Dictionary of Greek
ιός — Νησί (108 τ. χλμ., 1.838 κάτ.) των Κυκλάδων, η Φοινίκη των αρχαίων Ελλήνων. Βρίσκεται στα Β της Σαντορίνης, μεταξύ Σαντορίνης, Αμοργού, Πάρου και Σίκινου. Έχει μήκος περίπου 18 χλμ. και μέσο πλάτος 7 χλμ. Οι ακτές του καλύπτουν 27 χλμ. Πρωτεύουσα … Dictionary of Greek