-
61 κατα-χορεύω
κατα-χορεύω, tanzen, Freudensprünge über Etwas machen, τινός, Sp., wie Ael. H. A. 1, 30; verspotten, Eust.
-
62 κατα-χλευάζω
κατα-χλευάζω, verspotten; neben κωμῳδέω D. Hal. de C. V. p. 207; τινά u. τινός, Suid.
-
63 κατα-χλιδάω
κατα-χλιδάω, gegen Einen prunken, mit seiner Pracht prahlen, τινός, Posidon. bei Ath. V, 212 c.
-
64 κατα-χάσκω
κατα-χάσκω (s. χάσκω), den Mund wonach aufsperren, gierig wonach schnappen, Eustath. u. a. Sp., τινός.
-
65 κατα-χέζω
-
66 κατα-ψεύδομαι
κατα-ψεύδομαι, erlügen, erdichten; καταψεύδου καλῶς, ὡς ἔστι ϑεός Eur. Bacch. 334; τινός, gegen Einen Unwahrheiten vorbringen, Ar. Pax 532; τῶν ἄλλων καταψεύδει τοιοῦτο πρᾶγμα Plat. Euthyd. 283 f; Antiph. 2 δ 7; Andoc. 1, 8; Lys. 16, 8; Sp., wie Plut. Alex. 24, πρός τινα Them. 25; ἐπίϑετον ἑαυτοῦ καταψεύσασϑαι μωρίαν, den Schein der Dummheit annehmen, D. Hal. 4, 68; so auch im perf., κατεψευσμένοι πάντα εἰσὶν ἡμῶν Dem. 55, 8; aber auch pass., κατέψευσται ὁ λόγος Ath. XV, 697 a; κατεψεῦσϑαι ταῦτα τὰ διηγήματα δοκεῖ, sie scheinen erdichtet zu sein, Plut. Them. 2; vgl. Ael. V. H. 12, 36 u. Ath. XV.
-
67 κατα-μωκάομαι
κατα-μωκάομαι, verspotten, verlachen, τινός, Plut. Demetr. 13; Epict. enchir. 22 u. a. Sp.
-
68 κατα-κρατέω
κατα-κρατέω, in seiner Gewalt haben, festhalten, behaupten, in seine Gewalt bringen, überwältigen, siegen; absol., in tmesi, Aesch. Pers. 103; Her. 7, 168; Plat. Legg. VIII, 840 e; – c. acc., τὰς τροφάς Plat. Legg. VII, 789 d; Sp., wie Μάρδους μάχαις D. Cass. 51, 25; τινὰ ἀρετῇ 54, 28; pass., κατακρατεῖσϑαι ὑπὸ νόμου Zaleuc. Stob. fl. 44, 21; – τινός, Pol. 1, 8, 1; Κλεοπάτρα δύο ἀνδρῶν Ῥωμαίων κατεκράτησε Dio Cass. 51, 15. – Intrans., vorherrschen, ὁ Πηνειὸς τῷ οὐνόματι κατακρατέων τοὺς ἄλλους ποταμοὺς ἀνωνύμους εἶναι ποιέει Her. 7, 129; im vorherrschenden Gebrauche sein, Schol. Ar. Vesp. 444.
-
69 κατα-κρώζω
κατα-κρώζω (s. κρώζω), gegen Einen ankrächzen; πολλοὶ γὰρ μίσει σφε κατακρώζουσι κολοιοί Ar. Equ. 1020; auch τινός, Eust.
-
70 κατα-κτυπέω
κατα-κτυπέω, gegen antoben, lärmen, τινός, Sp.
-
71 κατα-καυχάομαι
κατα-καυχάομαι, dep. med., sich gegen Einen brüsten, ihn geringschätzig behandeln, τινός, N. T. u. a. Sp.
-
72 κατα-κερ-τομέω
κατα-κερ-τομέω, schelten, verspotten; καὶ καταχαίρω Her. 1, 129; πολλὰ κατεκερτόμησέ νιν 2, 135; Sp., auch τινός, wie Polyaen. 1, 34, 1; Long. 2, 20; καὶ ἐπιχλευάζειν τινί Philo.
-
73 κατα-γεύομαι
κατα-γεύομαι, kosten, genau erforschen, τινός, Sp.; καταγευσϑείς erkl. Phot. u. Suid. τῇ γεύσει νικηϑείς.
-
74 κατα-γελάω
κατα-γελάω (s. γελάω), fut. καταγελάσομαι, act. nur Hesych., verlachen, verspotten, gew. τινός, Ar. Ach. 1080; κατεγέλασε τῶν Σικυωνίων Her. 5, 68; Plat. Gorg. 482 d u. öfter, wie Folgde; auch absol., sich ins Fäustchen lachen, Eur. I. T. 372 Ar. Equ. 161 Plat. Prot. 323 b Xen. An. 1, 9, 13; vgl. Buttm. zu Dem. Mid. p. 84, wo es übh. = lachen ist; auch τινί, Her. 3, 37. 155; ἐπί τινι, Themist.; c. accus., Eur. Bacch. 286; LXX.; pass., καταγελωμένην μέγα φίλων ὕπο Aesch. Ag. 1244, wie Ar. Ach. 680; τὸ εὔηϑες καταγελασϑὲν ἠφανίσϑη Thuc. 3, 83; vgl. Plat. Rep. I, 330 d; καταγεγέλασται Luc. D. Mort. 1, 1.
-
75 κατα-καγχάζω
κατα-καγχάζω, laut verlachen, τινός, Agath. 4 (V, 216).
-
76 κατα-κοτταβίζω
κατα-κοτταβίζω, τινός, Einem zu Ehren den κότταβος werfen u. erklingen lassen, indem man seinen Namen dabei nennt, Ar. frg. 207.
-
77 κατα-γογγύζω
κατα-γογγύζω, gegen Einen murren, Sp., wie Ios., τινός.
-
78 κατα-κλινής
κατα-κλινής, ές, hingestreckt liegend, auf dem Bette, von Kranken, Pol. 31, 21, 7; – abschüssig, ἀταρπός Leon. Tar. 68 ( App. 48); ἐπὶ γεωλόφου τινὸς ἠρέμα κατακλινοῠς D. Hal. 5, 38.
-
79 κατα-κλαίω
κατα-κλαίω (s. κλαίω), att. - κλάω, beweinen; Eur. El. 113, der auch das med. braucht, I. T. 149 El. 156, wie Pol. 12, 15, 3; κατακλαύσαντές με Ar. Vesp. 336; Sp., die auch τινὸς κατακλαίειν sagen, Einem Etwas vorweinen. Vgl. κατακλάω.
-
80 κατα-γέμω
См. также в других словарях:
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
πρόταση — η / πρότασις, άσεως, Ν ΜΑ, και ιων. τ. γεν. ιος, Α [προτείνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προτείνω, το να τείνει κανείς κάτι προς τα εμπρός, προβολή, προέκταση 2. διατύπωση ή υποβολή γνώμης, ευχής, επιθυμίας, αίτησης (α. «πρόταση γάμου» β … Dictionary of Greek
ДИКА, ДИКЭ — •Δίκη. I. Богиня справедливости, дочь Зевса и Фемиды, одной из Гор (Ώραι; Hesiod. theog. 901), покровительница права и судов. Когда судья нарушает право, она обвиняет его перед престолом Зевса, с которым… … Реальный словарь классических древностей
Дика — • Δίκη. I. Богиня справедливости, дочь Зевса и Фемиды, одной из Гор (Ώραι; Hesiod. theog. 901), покровительница права и судов. Когда судья нарушает право, она обвиняет его перед престолом Зевса, с которым она восседает вместе (πάρεδρος).… … Реальный словарь классических древностей
πράξη — η / πράξις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. πρῆξις, ήξιος, Α [πράττω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πράττω, η επιτέλεση έργου και το επιτελούμενο έργο (α. «η πράξη τού αποτρόπαιου φόνου» β. «μιᾱς δὲ μόνον μνησθήσομαι πράξεως», Ισοκρ.) 2. το επιτελούμενο… … Dictionary of Greek
ψεύδομαι — ΝΜΑ, και μτγν. τ. ενεργ. ψεύδω Α 1. παραποιώ την αλήθεια, αναφέρω ανυπόστατα πράγματα, λέω ψέματα (α. «πάντοτε την αλήθειαν ομιλούντες πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους», Καβάφ. β. «καὶ πίστευσον, οὐ ψεύδομαι, μεγάλως ἀληθεύω», Πρόδρ. γ. «οὐ… … Dictionary of Greek
Ο Σ πεζογράφος — Πέρα από τον ποιητή που όλοι λίγο πολύ γνωρίζουμε, υπάρχει και ένας άλλος Σ. που δεν τον αξιολογήσαμε όσο πρέπει. Είναι ο Σ. πεζογράφος. Η πεζογραφία του, μικρή κι αυτή σε ποσότητα, αλλ’ ισάξια με την ποίησή του σε πνοή και δυναμισμό, αποτελεί… … Dictionary of Greek
εντυγχάνω — ἐντυγχάνω (AM) 1. (με δοτ. προσ.) κατά τύχη συναντώ, απαντώ, βρίσκω κάποιον («ἐντυγχάνοντες ἀλλήλοισι» συναντώντας ο ένας τον άλλο, Ηρόδ.) 2. (για κείμενα, βιβλία, επιστολές κ.λπ.) παίρνω κατά τύχη στα χέρια μου, (και επομένως) διαβάζω, μελετώ 3 … Dictionary of Greek
δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… … Dictionary of Greek
λάφυρο — το (AM λάφυρον, Α, στους Αργείους, φάλυρον) συν. στον πληθ. τα λάφυρα τα πράγματα τού ηττημένου που διαρπάζονται κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις από τον νικητή, πολεμική λεία («στέψω λαφύροις τῆσδε τῆς ἄγρας χάριν», Σοφ.) αρχ. φρ. «ἐπικηρύσσω τὸ… … Dictionary of Greek