-
1 κατα-κερ-τομέω
κατα-κερ-τομέω, schelten, verspotten; καὶ καταχαίρω Her. 1, 129; πολλὰ κατεκερτόμησέ νιν 2, 135; Sp., auch τινός, wie Polyaen. 1, 34, 1; Long. 2, 20; καὶ ἐπιχλευάζειν τινί Philo.
-
2 κατακερτομέω
κατα-κερ-τομέω, schelten, verspotten