Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τιμά

См. также в других словарях:

  • τιμᾶ — τῑμᾶ , τιμάω honour pres subj act 1st sg (doric aeolic) τῑμᾶ , τιμάω honour pres ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμᾷ — τῑμᾷ , τιμάω honour pres subj mp 2nd sg τῑμᾷ , τιμάω honour pres ind mp 2nd sg (epic) τῑμᾷ , τιμάω honour pres subj act 3rd sg τῑμᾷ , τιμάω honour pres ind act 3rd sg (epic) τῑμᾷ , τιμή worship fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμά — τῑμά̱ , τιμή worship fem nom/voc/acc dual τῑμά̱ , τιμή worship fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίμα — τί̱μᾱ , τιμάω honour pres imperat act 2nd sg τί̱μᾱ , τιμάω honour imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμώ — (I) έω, Α (δωρ. τ.) βλ. τιμώ. (II) όω, Α τιμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τῖμος*, ποιητ. τ. (πρβλ. ἀτιμῶ, όω)]. τιμῶ, άω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τιμῶ, έω, Α [τιμή] 1. απονέμω τιμή σε κάποιον, εκδηλώνω σεβασμό και εκτίμηση (α. «τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν… …   Dictionary of Greek

  • ατίετος — ἀτίετος, ον (Α) 1. παθ. αυτός που δεν τον τιμά κανείς, περιφρονημένος 2. εκείνος που δεν τιμά, που περιφρονεί κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τίω «απονέμω σε κάποιον τιμή». Ο τ. σχηματίστηκε ανωμάλως κατ αντιδιαστολή προς το άτιτος*] …   Dictionary of Greek

  • στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • Αλκιβιάδης — I (Αθήνα 452 – Γρύνιο Φρυγίας 402 π.Χ.).Αθηναίος πολιτικός και στρατηγός. Δισέγγονος του Κλεισθένη, ανιψιός του Περικλή (ο οποίος μάλιστα τον κηδεμόνευε αρκετά χρόνια, γιατί o πατέρας του Κλεινίας είχε σκοτωθεί στη μάχη της Κορώνειας το 447 π.Χ.) …   Dictionary of Greek

  • Ιάκωβος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. ο πρεσβύτερος. Ένας από τους δώδεκα Αποστόλους. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννη. Μαρτύρησε επί Ηρώδη Αγρίππα Α’, περίπου το έτος 42 μ.Χ. (Πράξεις των Αποστόλων κβ’).… …   Dictionary of Greek

  • Καιλεστίνος — (Celestine).Όνομα πέντε παπών και ενός αντίπαπα της Ρώμης. 1. Κ. A’ (; – 432). Πάπας της Ρώμης (422 432). Καταγόταν από τη Νάπολη και διαδέχθηκε τον Βονιφάτιο A’. Στα χρόνια της παπικής εξουσίας του προσαρτήθηκαν στη Δυτ. Καθολική Εκκλησία οι… …   Dictionary of Greek

  • Crasis — Sound change and alternation Metathesis Quantitative metathesis …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»