-
1 τηλεδαπός
τηλεδαπόςfrom a far country: masc nom sg -
2 τηλεδαπός
A from a far country, ἄνδρες, ξεῖνοι, Od.6.279, 19.351, etc.: of places, far off, distant,νήσων ἔπι τηλεδαπάων Il.21.454
, 22.45, cf. Jahresh.23 Beibl. 178 ([place name] Thrace), Sammelb.7423.9. (On the termin. - δαπος, v. ἀλλοδαπός.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τηλεδαπός
-
3 τηλεδαπός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τηλεδαπός
-
4 τηλεδαπόν
τηλεδαπόςfrom a far country: masc acc sgτηλεδαπόςfrom a far country: neut nom /voc /acc sg -
5 τηλεδαποί
τηλεδαπόςfrom a far country: masc nom /voc pl -
6 τηλεδαπών
-
7 τηλεδαπῶν
-
8 τηλεδαπαίς
-
9 τηλεδαπαῖς
-
10 τηλεδαπώ
-
11 τηλεδαπῷ
-
12 τηλεδαπώς
-
13 τηλεδαπῶς
-
14 τηλεδαπάς
τηλεδαπά̱ς, τηλεδαπόςfrom a far country: fem acc pl -
15 τηλεδαπάων
τηλεδαπά̱ων, τηλεδαπόςfrom a far country: masc /fem gen pl (epic aeolic) -
16 ἀλλοδαπός
Grammatical information: adj.Meaning: `from another land, foreign' (Il.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: From ἄλλος, built like τηλεδαπός, παντοδαπός, ποδαπός, ἡμεδαπός. Explained as ἀλλοδ-απός, with the old neutral marker (Lat. aliud). The latter part would be the same as Lat. - inquus ( longinquus etc.), PIE -n̥kʷ̯o-. Bechtel Lex., Schwyzer 604 A. Doubts Meillet BSL 28, 42ff.: - δαπός an unknown suffix. Suffixes are not added to case forms, like the neutral -d. Cf. vW.Page in Frisk: 1,76Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀλλοδαπός
-
17 ἐνδάπιος
Grammatical information: adj.Meaning: `indigenous' (hell.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: From ἔνδον after ἀλλοδαπός, τηλεδαπός a. o., reshaped after the adj. in - ιος ( ἐντόπιος a. o.). Cf. Schwyzer 625.Page in Frisk: 1,511Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐνδάπιος
См. также в других словарях:
τηλεδαπός — from a far country masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεδαπός — ή, όν, Α 1. (για πρόσ.) αυτός που προέρχεται από μακρινή χώρα, ξένος («ἀνδρῶν τηλεδαπῶν», Ομ. Οδ.) 2. (για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση, μακρινός («...νήσων ἔπι τηλεδαπάων», Ομ. Οδ.). επίρρ... τηλεδαπῶς ΜΑ (κατά τον Ζων.)… … Dictionary of Greek
τηλεδαπῶν — τηλεδαπός from a far country fem gen pl τηλεδαπός from a far country masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεδαπόν — τηλεδαπός from a far country masc acc sg τηλεδαπός from a far country neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεδαπαῖς — τηλεδαπός from a far country fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεδαποί — τηλεδαπός from a far country masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεδαπῶς — τηλεδαπός from a far country adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεδαπῷ — τηλεδαπός from a far country masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλοδαπός — Αυτός που κατάγεται από ξένη χώρα, που είναι υπήκοος ξένου κράτους. Με την ανάπτυξη των διεθνών σχέσεων στους διαφόρους τομείς της οικονομικής και πολιτιστικής δραστηριότητας των ατόμων και των δημόσιων φορέων της κάθε χώρας δημιουργείται όλο και … Dictionary of Greek
τηλεδαπάς — τηλεδαπά̱ς , τηλεδαπός from a far country fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεδαπάων — τηλεδαπά̱ων , τηλεδαπός from a far country masc/fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)