-
1 ἐκτός
Grammatical information: Adv. and prep.Meaning: `outside, far from' (Il.).Other forms: ἐχθός (Lokr., Delph.), [ἐ]κθός (Arg.)Derivatives: ἔκτο-θι `id.' (Il.), ἔκτο-θεν (Od.), ἔκτοσ-θε(ν) (Il.) `from outside', ἔκτο-σε `(to) outside' (ξ 277); - ἐχθο-δαπός `foreign, inimical' (Pergam. IIp, after ἀλλο-δαπός; associated with ἔχθος, ἐχθρός?), ἐχδόσ-δικος δίκα `proces against a foreigner' (Arc. IIIa; cf. Schwyzer-Debrunner 538); - ἔχθοι `outside' (Epid.; after οἴκοι a. o.), ἔχθω = ἔξω (Delph.). - ἐκτό-της, - ητος f. `be far(away), abcenciousness' (Gal.).Etymology: To ἐκ after ἐν-τός; ἐχθός \< *ἐκσ-τός. Schwyzer 326 and 630, Lejeune Les adv. grecs en - θεν (s. index). Cf. on ἐξ and ἐχθρός.Page in Frisk: 1,478Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐκτός
-
2 παντοδαπής
παντο-δᾰπής, ές, late form of - δαπός, Epicur.Herc.1413.4, Procl. in Prm.p.605 S., EM204.23, 711.48.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοδαπής
-
3 παντοδαπός
A of every kind, of all sorts, manifold, ἄνθεα, χρόϊαι, καρπός, h.Cer. 402, Sapph.20, A.Th. 357 (lyr.), etc.;παντοδαπᾶς ἐπὶ γᾶς E. Hel. 525
(lyr., s. v.l.); π. ἱστορία miscellaneous, D.L.5.5; τὸ π. [ τῆς λέξεως] Phld.Rh.1.198 S.; of every country, ποδαπὸς εἶ; Answ.π. Luc.Vit.Auct.8
: in pl.,πολλοὶ καὶ π. Hdt.9.84
; παντοδαποὶ τῆς στρατιῆς, = π. στρατιῶται, Id.7.22: contemptuously,δοῦλοι καὶ ξένοι π. And.2.23
;πολλὴ καὶ π. ἄγνοια Pl.Sph. 228e
: [comp] Comp. : [comp] Sup.- ώτατος Hp.
Aër.9, Isoc.15.295. Adv. - πῶς in all kinds of ways, ἐσθλοὶ μὲν γὰρ ἁπλῶς, π. δὲ κακοί Poet. ap. Arist.EN 1106b35, cf. Pl.Prm. 130a, etc.;π. ἔχειν Arist.EN 1100a27
.2 παντοδαπὸς γίγνεται assumes every shape, Ar.Ra. 289, Pl.R. 398a; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοδαπός
-
4 τηλεδαπός
A from a far country, ἄνδρες, ξεῖνοι, Od.6.279, 19.351, etc.: of places, far off, distant,νήσων ἔπι τηλεδαπάων Il.21.454
, 22.45, cf. Jahresh.23 Beibl. 178 ([place name] Thrace), Sammelb.7423.9. (On the termin. - δαπος, v. ἀλλοδαπός.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τηλεδαπός
-
5 ἀλλοδαπός
A aliud, - απος = -ṇq[uglide]ος, cf. Lat. long-inquus) belonging to another people or land, foreign, Il. 16.550, Od.17.485, Sapph.92, Pi.N.1.22, A.Th. 1082, X.Cyr.8.7.14, etc.; in foreign parts,Sammelb.
4284.7 (iii A. D.) :— later [suff] ἀλλο-δᾰπής, ές, EM68.2, cf. Ps.-Callisth.2.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλοδαπός
-
6 ἐχθοδαπός
ἐχθο-δᾰπός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐχθοδαπός
-
7 ἀλλοδαπός
Grammatical information: adj.Meaning: `from another land, foreign' (Il.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: From ἄλλος, built like τηλεδαπός, παντοδαπός, ποδαπός, ἡμεδαπός. Explained as ἀλλοδ-απός, with the old neutral marker (Lat. aliud). The latter part would be the same as Lat. - inquus ( longinquus etc.), PIE -n̥kʷ̯o-. Bechtel Lex., Schwyzer 604 A. Doubts Meillet BSL 28, 42ff.: - δαπός an unknown suffix. Suffixes are not added to case forms, like the neutral -d. Cf. vW.Page in Frisk: 1,76Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀλλοδαπός
См. также в других словарях:
εχθοδαπός — ἐχθοδαπός, όν (Α) επιγρ. ξένος, αλλοδαπός, εχθρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχθός «εκτός» + δαπος. Το β συνθετικό κατ αναλογίαν προς το αλλο δαπός*. Κατ άλλη άποψη διαφορετικός τ. τού εχθο δοπός* με το β συνθετικό πάλι κατ αναλογίαν προς το αλλο δαπός] … Dictionary of Greek
αλλοδαπός — Αυτός που κατάγεται από ξένη χώρα, που είναι υπήκοος ξένου κράτους. Με την ανάπτυξη των διεθνών σχέσεων στους διαφόρους τομείς της οικονομικής και πολιτιστικής δραστηριότητας των ατόμων και των δημόσιων φορέων της κάθε χώρας δημιουργείται όλο και … Dictionary of Greek
εχθοδοπός — ἐχθοδοπός, όν (Α) 1. εχθρικός, μισητός, αξιομίσητος («πόλεμος ἐχθοδοπός», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ποιῶν ἔχθραν». [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιο παράγωγο τού έχθος* με επίθημα δοπός, άγνωστης προελεύσεως. Κατ άλλη άποψη < εχθο δαπός* με… … Dictionary of Greek
παντοδαπός — ή, ό / παντοδαπός, ή, όν, ΝΜΑ 1. ο κάθε είδους ή κάθε γένους, παντοειδής, ποικίλος («τῶν δὲ καρκίνων παντοδαπώτερον τὸ γένος», Αριστοτ.) 2. αυτός που προέρχεται από κάθε χώρα, από κάθε τόπο («παδαπὸς εἶ; παντοδαπός», Λουκιαν.) αρχ. φρ.… … Dictionary of Greek
ποδαπός — και ποταπός, ή, όν, Α (ερωτ. αντων.) 1. από ποια χώρα, από ποιο μέρος, από πού (α. «Ὑδάρνης... εἴρετο Ἐπιάλτην ποδαπὸς εἴη ὁ στρατός», Ηρόδ. β. «πόθεν ἐπλεύσατ , ὦ ξένοι; ποδαποί; τίς ὑμᾱς ἐξεπαίδευσε πόλις;», Πλάτ.) 2. ποιας ποιότητας, τί είδους … Dictionary of Greek