-
1 τηλεδαπός
τηλεδαπός, aus fernem Lande, aus der Ferne, ἄνδρες, ξεῖνοι, Od. 6, 179. 19, 351 u. öfter; – auch νήσων ἔπι τηλεδαπάων, Il. 21, 454, fern gelegen. – Das Suffixum - δαπός s. in ποδαπός, wo auch die Ableitung der Alten von ΔΑΠΟΣ, δάπεδον, ἔδαφος besprochen ist.
-
2 τηλεδαπός
τηλεδαπός, aus fernem Lande, aus der Ferne; νήσων ἔπι τηλεδαπάων, fern gelegen -
3 ποδαπός
ποδαπός, aus welchem Lande? dah. übh. von wannen? von woher? woher gebürtig? zuerst bei Her. 7, 218, εἴρετο, ποδαπὸς εἴη ὁ στρατός; Tragg.: ποδαπὸς ὁ ξένος, Aesch. Ch. 568; ὅμιλος, Suppl. 231; Soph. O. C. 1162; Eur. I. T. 246; ποδαπὸς τὸ γένος, Ar. Pax 186; Av. 108; τίς ὁ λέγων καὶ ποδαπός; Plat. Phaedr. 275 c; Apol. 20 b; Xen. An. 4, 4, 17; Sp., wie Luc. vit. auct. 8; Dem. sagt 25, 40 ποδαπὸς ὁ κύων; und antwortet οἷος μὴ δάκνειν, so daß es also auf die Beschaffenheit geht, in welcher Bdtg Einige ποταπός schreiben wollten, so Matth. 8, 27. – (Vgl. ἀλλοδαπός, ἡμεδαπός, τηλεδαπός, welche keine Zusammensetzung mit ΔΑΠΟΣ, δάπεδον, sondern ein eigenes Suffirum δαπος annehmen lassen, wofür auch Apoll. Dysc. de pron. p. 298 ff. spricht, ohne daß man geradezu an ποῦ ἄπο zu denken hat. S. noch Lob. Phryn. 56.)
См. также в других словарях:
τηλεδαπός — from a far country masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεδαπός — ή, όν, Α 1. (για πρόσ.) αυτός που προέρχεται από μακρινή χώρα, ξένος («ἀνδρῶν τηλεδαπῶν», Ομ. Οδ.) 2. (για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση, μακρινός («...νήσων ἔπι τηλεδαπάων», Ομ. Οδ.). επίρρ... τηλεδαπῶς ΜΑ (κατά τον Ζων.)… … Dictionary of Greek
τηλεδαπῶν — τηλεδαπός from a far country fem gen pl τηλεδαπός from a far country masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεδαπόν — τηλεδαπός from a far country masc acc sg τηλεδαπός from a far country neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεδαπαῖς — τηλεδαπός from a far country fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεδαποί — τηλεδαπός from a far country masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεδαπῶς — τηλεδαπός from a far country adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεδαπῷ — τηλεδαπός from a far country masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλοδαπός — Αυτός που κατάγεται από ξένη χώρα, που είναι υπήκοος ξένου κράτους. Με την ανάπτυξη των διεθνών σχέσεων στους διαφόρους τομείς της οικονομικής και πολιτιστικής δραστηριότητας των ατόμων και των δημόσιων φορέων της κάθε χώρας δημιουργείται όλο και … Dictionary of Greek
τηλεδαπάς — τηλεδαπά̱ς , τηλεδαπός from a far country fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεδαπάων — τηλεδαπά̱ων , τηλεδαπός from a far country masc/fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)