-
1 ημεδαπός
-
2 ἡμεδαπός
-
3 ἡμεδαπός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμεδαπός
-
4 ἡμεδαπός
Grammatical information: adj.Meaning: `of our land, native' (Att.).Etymology: Synonymous Skt. asmad-ī́ya- `our', points to a suffix suffix - απος (cf. on ἀλλοδαπός). On the stem ἡμεδ- = asmad- cf. ἡμεῖς and Schwyzer 604 w. n. 1. Diff. Szemerényi KZ 73, 59f. w. n. 1 and 2 (old abl.).Page in Frisk: 1,635Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἡμεδαπός
-
5 ημεδαπά
ἡμεδαπόςof our land: neut nom /voc /acc plἡμεδαπά̱, ἡμεδαπόςof our land: fem nom /voc /acc dualἡμεδαπά̱, ἡμεδαπόςof our land: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 ἡμεδαπά
ἡμεδαπόςof our land: neut nom /voc /acc plἡμεδαπά̱, ἡμεδαπόςof our land: fem nom /voc /acc dualἡμεδαπά̱, ἡμεδαπόςof our land: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
7 ημεδαπών
-
8 ἡμεδαπῶν
-
9 ημεδαπόν
-
10 ἡμεδαπόν
-
11 ημεδαπή
-
12 ἡμεδαπῇ
-
13 ημεδαπής
-
14 ἡμεδαπῆς
-
15 ημεδαποίο
-
16 ἡμεδαποῖο
-
17 ημεδαποίς
-
18 ἡμεδαποῖς
-
19 ημεδαπού
-
20 ἡμεδαποῦ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἡμεδαπός — of our land masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημεδαπός — Το άτομο που κατάγεται από τη χώρα στην οποία ζει. Ο χαρακτηρισμός αυτόςαποτελεί νομικό όρο και υποδηλώνει το άτομοπου έχει την ιθαγένεια μίας χώρας, σε αντίθεση με τον ξένο, τον αλλοδαπό. Η κατοχή ή όχι της ιθαγένειας έχει συνέπεια, από νομική… … Dictionary of Greek
ημεδαπός — ή, ό που κατάγεται ή προέρχεται από τη χώρα μας, ομοεθνής, δικός μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἡμεδαπά — ἡμεδαπός of our land neut nom/voc/acc pl ἡμεδαπά̱ , ἡμεδαπός of our land fem nom/voc/acc dual ἡμεδαπά̱ , ἡμεδαπός of our land fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεδαπῶν — ἡμεδαπός of our land fem gen pl ἡμεδαπός of our land masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεδαπόν — ἡμεδαπός of our land masc acc sg ἡμεδαπός of our land neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεδαποῖο — ἡμεδαπός of our land masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεδαποῖς — ἡμεδαπός of our land masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεδαποί — ἡμεδαπός of our land masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεδαποῦ — ἡμεδαπός of our land masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεδαπούς — ἡμεδαπός of our land masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)