-
1 εντόπιος
-
2 ἐντόπιος
-
3 ἐντόπιος
ἐντόπιος, ία, ιον (s. τόπος; Pla. et al.; Dionys. Hal. 8, 83; ins, pap; the anti-Semite Molon [I B.C.] in Eus., PE 9, 19, 2) pert. to belonging to a certain place,local, subst. οἱ ἐ. the local residents (OGI 194, 11 [42 B.C.]; PLond II 192, 94 p. 225 [I A.D.]) Ac 21:12 (opp. Paul’s companions).—DELG s.v. τόπος. M-M. -
4 ἐντόπιος
ἐντόπ-ιος, ον,A local, θεοὶ ἐ., = ἐγχώριοι, Pl.Phdr. 262d; νόμισμα, πλοιάρια, Peripl.M.Rubr.49,36; πόλεμοι ἐ. civil wars, D.H.8.83;ἡ ἐ. ἱστορία D.L.7.35
; ἐντόπιοι local residents, opp. ξένοι, IG5(2).491 (Megalopolis, ii/iii A.D.); opp. Ἀλεξανδρεῖς, PLond.2.192.94 (i A. D.).2 Medic., local,βάρος Antyll.
ap. Aët.9.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐντόπιος
-
5 εντόπιον
-
6 ἐντόπιον
-
7 εντοπίοις
-
8 ἐντοπίοις
-
9 εντοπίου
-
10 ἐντοπίου
-
11 εντοπίους
-
12 ἐντοπίους
-
13 εντοπίω
-
14 ἐντοπίῳ
-
15 εντοπίων
-
16 ἐντοπίων
-
17 εντόπια
-
18 ἐντόπια
-
19 εντόπιοι
-
20 ἐντόπιοι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐντόπιος — local masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντόπιος — α, ο και ντόπιος, α, ο (AM ἐντόπιος, ία, ον και ἐντόπιος, ον, Μ και ντόπιος, α, ο) 1. αυτός που γίνεται, παράγεται, κατασκευάζεται, χρησιμοποιείται σ έναν τόπο («ἔγωγε... αἰτιῶμαι τοὺς ἐντοπίους θεούς», Πλάτ.) 2. ως ουσ. ο εντόπιος αυτόχθονος,… … Dictionary of Greek
ἐντόπιον — ἐντόπιος local masc/fem acc sg ἐντόπιος local neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντοπίοις — ἐντόπιος local masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντοπίου — ἐντόπιος local masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντοπίους — ἐντόπιος local masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντοπίων — ἐντόπιος local masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντοπίῳ — ἐντόπιος local masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντόπια — ἐντόπιος local neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντόπιοι — ἐντόπιος local masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мѣстьныи — (94) пр. 1.Пр. к мѣсто в 1 знач.: мѣстьноѥ ѹбо прехожениѥ паче || тъщивѣѥ и съ сластью сътворити ми (τῶν τόπων) ЖФСт XII, 122–123; одръ бо не в которемь вертоградѣ настьлавше и ста(г) на немь привѧзавше, оставиша ѥмѹ блѹдницю, ˫ако ѹбо ѿ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)