Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τεχν-

См. также в других словарях:

  • προοπτική — Στη γεωμετρία, η μέθοδος παράστασης των σχημάτων του χώρου με την προβολή τους σε ένα επίπεδο (σχέδιο) από ένα σημείο (κέντρο προβολής είτε όψης). Τέχνη. Mέχρι τον Μεσαίωνα ο λατινικός όρος perspectiva σήμαινε οπτική. Μόνο οι Φλωρεντινοί ζωγράφοι …   Dictionary of Greek

  • φλαμανδικός — ή, ό, Ν [Φλαμανδός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Φλάνδρα ή στους Φλαμανδούς («φλαμανδική γλώσσα») 2. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τη Φλάνδρα 3. φρ. α) «φλαμανδική σχολή» i) μουσ. ύφος μουσικής σύνθεσης που κυριάρχησε στην… …   Dictionary of Greek

  • Chymīe, die — Die Chymīe, plur. die en. 1) Die Kunst oder Wissenschaft, natürliche Körper vermittelst des Feuers oder anderer Auflösungsmittel in ihre Bestandtheile aufzulösen, und diese zu neuen Producten zusammen zu setzen, ohne Plural; die Scheidekunst,… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • -ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… …   Dictionary of Greek

  • ένθετος — η, ο (AM ἔνθετος, ον) [εντίθημι] αυτός που έχει τοποθετηθεί, παρεμβληθεί, ενταχθεί κάπου νεοελλ. 1. ναυτ. «ένθετοι λέμβοι» οι βάρκες που τοποθετούνται πάνω στο κατάστρωμα τού πλοίου σε αντιδιαστολή με τις «κρεμαστές» 2. (οδοντ.) «ένθετα δόντια»… …   Dictionary of Greek

  • ήλεκτρο — Απολιθωμένη ρητίνη κωνοφόρων (κοινώς κεχριμπάρι) αβέβαιης χημικής σύνθεσης, που συχνά εμπερικλείει λείψανα ζώων και φυτών. Ο τύπος αυτός άμπρας (κηρώδες υγρό που το εκκρίνει η φάλαινα) μπορεί να έχει ποικίλα χρώματα (κίτρινο, κοκκινωπό, καστανό,… …   Dictionary of Greek

  • αγγείο — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… …   Dictionary of Greek

  • αγγειοπλαστική — I (Τεχν.).Η κατασκευή αγγείων από πηλό ή άλλη ύλη. Είναι μία από τις αρχαιότερες τέχνες (τα πρώτα αγγεία χρονολογούνται από την 11η χιλιετία π.Χ.). Στην αρχή, η α. σκόπευε να καλύψει απλώς τις οικιακές ανάγκες. Γρήγορα, όμως, αρχίζει η… …   Dictionary of Greek

  • αγγειό — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… …   Dictionary of Greek

  • αερογράφος — ο (Γραφ. Τεχν.) ο αεροψεκαστήρας σχήματος μολυβιού που ψεκάζει χρώμα ή μελάνι σε πολύ λεπτή ρυθμιζόμενη δέσμη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < ἀήρ, έρος + γράφος < γράφω, πρβλ. αγγλ. aerograph] …   Dictionary of Greek

  • ακαδημαϊσμός — Με τον όρο αυτό προσδιορίζεται η τέχνη εκείνη, η οποία είναι ενταγμένη σε ένα αισθητικό δόγμα που ακολουθεί έναν κώδικα προτύπων τα οποία θεωρούνται κλασικά. Ο καλλιτέχνης που ακολουθεί την αισθητική αυτή τάση, μελετά τα φυσικά σχήματα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»