-
1 τεχνάομαι
τεχν-άομαι, [tense] fut. - ήσομαι: [tense] aor. ἐτεχνησάμην, [dialect] Ep. τεχν-: [tense] pf. τετέχνημαι, [dialect] Ion. [ per.] 3pl. τετεχνέαται cj. in Hp.VM22:—A make by art, execute skilfully, Od.5.259, 11.613 (for μὴ.. μηδ', cf. οὐ c); πολλὰ τ. practise many arts, X.Cyr.8.2.5.2 also as [voice] Pass., to be made by art, ὅ τι καλὸν αὐτοῖς τεχνῷτο ib.8.6.23; διαιτήματα τετεχνημένα devised by art, Hp.VM3.--On the supposed [voice] Act. τεχνῆσαι, v. τεχνήεις.II contrive or execute cunningly,ταῦτα δ' ἐγὼν.. τεχνήσομαι Il.23.415
, etc.;χερσὶν ἁτεχνησάμην S.Tr. 534
, cf. 928;τῶν μηδὲν ὀρθῶς.. τεχνωμένων Id.Ant. 494
;τ. κακά Id.Ph.80
;πόλεμος ἀφ' αὑτοῦ τὰ πολλὰ τεχνᾶται πρὸς τὸ παρατυγχάνον Th.1.122
: abs., γένοιτο μέντἂν πᾶν θεοῦ τεχνωμένου if God contrives, S.Aj.86, cf. E.Med. 369, 382, 402, Ar.V. 176: c. inf., contrive how to do, Th.4.26; so also, followed by a clause, contrive or devise means for doing, ;τ. τί ἂν φάγοι X.Ages.9.3
.2 in pass. sense, ὁ ἐπὶ κακῷ τεχνηθεὶς δόλος Sch.Il.15.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεχνάομαι
-
2 τεχνάζω
II use art or cunning, deal subtly, use subterfuges, Hdt. 3.130, 6.1; τί ταῦτα στρέφει τεχνάζεις τε; Ar.Ach. 385, cf. Ra. 957;τ. τε καὶ ψεύδεσθαι Pl.Hp.Mi. 371d
, cf. Lg. 879a, etc.;τοὺς λαγὼς θηρῶντες πολλὰ τεχνάζουσιν X.Mem.3.11.7
; of the hare,τ. τῇ βαδίσει Id.Cyn.8.3
: c. acc. cogn., τ. ἀάτην use art so as to deceive, Plu.Tim.10: c. inf., contrive cunningly that.., Arist.Pol. 1259a32, Plu.Alc.19.2 [voice] Med., [tense] aor. ἐτεχνασάμην, in same sense, Hdt.2.121. ά, Aen.Tact. 4.1;τεχνάζεσθαι ὅπως.. Plu.Caes.43
.3 [voice] Pass., in [tense] pf. part., ἅμαξαι τετεχνασμέναι ὥσπερ οἰκήματα artificially contrived, Hp.Aër. 18; ἐπίνοια τετεχν. cunningly devised, Ps.-Luc.Philopatr.26:—[full] τεχνήσασθαι τὸ μετὰ τέχνης τι κατασκευάσαι, τεχνάσασθαι δὲ τὸ κακουργῆσαι Ps.-Hdn.Gr.post Moer.p.477 P.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεχνάζω
-
3 τεχνάρχης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεχνάρχης
-
4 τέχνασμα
A anything made or done by art, handiwork, κέδρου τεχνάσματα, of a cedar coffin, E.Or. 1053; τ. σιδήρου implement of iron, Opp.C.2.174, cf. Semon. (?) in PLit.Lond. 53v.9, Hdn. 4.15.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τέχνασμα
-
5 τεχνασμός
τεχν-ασμός, ὁ,A cunning contrivance, artifice, Man.4.332 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεχνασμός
-
6 τεχναστέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεχναστέον
-
7 τεχναστός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεχναστός
-
8 τέχνη
A art, skill, cunning of hand, esp. in metalworking, Od.3.433, 6.234, 11.614; also of a shipwright, Il.3.61; of a soothsayer, A.Ag. 249 (pl., lyr.), Eu.17, S.OT 389, etc.;τέχναι ἑτέρων ἕτεραι Pi.N.1.25
;ὤπασε τ. πᾶσαν Id.O.7.50
.2 craft, cunning, in bad sense, δολίη τ. Od.4.455, Hes.Th. 160: pl., arts, wiles, Od.8.327.332, Hes.Th. 496, 929;δολίαις τέχναισι χρησάμενος Pi.N.4.58
; τέχναις τινός by his arts (or simply by his agency), Id.O.9.52, P.3.11; τέχνην κακὴν ἔχει he has a bad trick, Hes.Th. 770, cf. Pi.I.4(3).35(53), S Ph.88, etc.3 way, manner, or means whereby a thing is gained, without any definite sense of art or craft, μηδεμιῇ τ. in no wise, Hdt.1.112; ἰθέῃ τ. straight way, Id.9.57; πάσῃ τ. by all means, Ar.Nu. 1323, Th.65, Ec. 366; παντοίᾳ τ. S.Aj. 752, etc.;οὐκ ἀποστήσομαι.. οὔτε τ. οὔτε μηχανῇ οὐδεμιᾷ IG12.39.22
;πάσῃ τ. καὶ μηχανῇ X.An.4.5.16
;μήτε τ. μήτε μηχανῇ μηδεμιᾷ Lys.13.95
.II an art, craft, , cf. IG12.678; τὴν τ. ἐπίστασθαι to know the craft, Hdt.3.130; φλαύρως ἔχειν τὴν τ. ibid.;τῆς τ. ἔμπειρος Ar.Ra. 811
; ταύτην τέχνην ἔχει he makes this his trade, Lys.1.16, cf. 6.7; ἐν τῇ τ. εἶναι practise it, S.OT 562, Pl.Prt. 317c; ἐπὶ τέχνῃ μαθεῖν τι to learn a thing professionally, opp. ἐπὶ παιδείᾳ, ib. 312b, cf. 315a;τέχναι καὶ ἐργασίαι X.Mem.3.10.1
; τέχνην τὸ πρᾶγμα πεποιημένοι having made a trade of it, D.37.53; τέχνας ἀσκεῖν, μελετᾶν, ἐργάζεσθαι, to practise them,X. Cyr.1.6.26,41 ([voice] Pass.), Oec.4.3; πατρῴαν τέχναν ἐργάζεσθαι ἁλιεύεσθαι Πρακτικὰ Ἀρχ. Ἑτ.1932.52 (Dodona, iv B.C.); ἰατρὸς τὴν τ. POxy. 40.5 (ii A.D.); τεθεραπευκὼς ἀνεγκλήτως τῇ τ., of a barber, PEnteux. 47.3 (iii B.C.); παραμενῶ πρὸς ὑπηρεσίαν τῆς τ. (viz. weaving) Sammelb. 7358.20 (iii A.D.); ἀπὸ τεχνῶν τρέφεσθαι live by them, X.Lac. 7.1.III an art or craft, i.e. a set of rules, system or method of making or doing, whether of the useful arts, or of the fine arts, Epich.171.11, Pl.Phdr. 245a, Arist.Rh. 1354a11, EN 1140a8;ἡ ἐμπειρία τέχνην ἐποίησεν, ἡ δ' ἀπειρία τύχην Polus
ap. eund.Metaph. 981a4; ἡ περὶ τοὺς λόγους τ. the Art of Rhetoric, Pl.Phd. 90b; οἱ τὰς τ. τῶν λόγων συντιθέντες systems of rhetoric, Arist.Rh. 1354a12, cf. Isoc.13.19, Pl.Phdr. 271c, Phld.Rh.2.50 S., al.; hence title of various treatises on Rhetoric (v. VI; but rather tricks of Rhetoric, in Aeschin. 1.117); τέχνῃ by rules of art, Pl.Euthd. 282d;ἢ φύσει ἢ τέχνῃ Id.R. 381b
; ; ἄνευ τέχνης, μετὰ τέχνης, Id.Phd. 89e: τ. defined as ἕξις ὁδοποιητική, Zeno Stoic.1.20, cf. Cleanth. ib.1.110.IV = τέχνημα, work of art, handiwork,κρατῆρες.., ἀνδρὸς εὔχειρος τέχνη S.OC 472
;ὅπλοις.., Ἡφαίστου τέχνῃ Id.Fr. 156
, cf. Str.14.1.14, PLond.3.854.4 (ii A.D.), Paus.6.25.1, al.V = συντεχνία, ἡ τ. τῶν λιθουργῶν, τῶν σακκοφόρων, Dumont-Homolle Mélanges d' archéol. et d' épigr.p.378 No.65,66 ([place name] Perinthus); τ. βυρσέων, συροποιῶν, IGRom.1.717,1482 (both Philippopolis); τοὺς καταλειπομένους ἀπὸ τῇς τ. BGU1572.12 (ii A.D.); ὁ χαλκεὺς ἀπὸ τῆς τ. SIG 1140 ([place name] Amphipolis).VI treatise on Grammar, D.T. tit., or on Rhetoric, Anaximenes Lampsacenus tit. -
9 τεχνήεις
A cunningly wrought,δεσμοὶ τεχνήεντες.. Ἡφαίστοιο Od.8.297
, cf. Ael. NA1.59 ([comp] Comp.);αὐδὴ τεχνήεσσα λίθου Supp.Epigr.1.424
(Halic., v B.C.). Adv. τεχνηέντως artfully, skilfully, Od.5.270.II of persons, skilful, γυναῖκες ἱστῶν (v.l. -ὸν) τεχνῆσσαι (vulg. τεχνῆσαι, but there is no act. verb τεχνάω) 7.110, cf. Q S.8.296; as epith. of Hephaestus, dub. in Epic.Alex.Adesp.7.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεχνήεις
-
10 τέχνημα
A that which is cunningly wrought, work of art, handiwork,ἔκπωμα.., τεχνήματ' ἀνδρός S.Ph. 36
(where pl. is used of one thing).2 of a man, πανουργίας τέχνημα a masterpiece of villainy, ib. 928.II artful device, trick, κάπηλα προσφέρων τ. A.Fr. 322; δόλια τ. E.IT 1355; opp. ἰσχύς, Hp.Fract.2 (pl.): generally, device, contrivance, Pl.Prt. 319a; τὸ μνημονικὸν τ. Id.Hp.Mi. 368d, al., cf. Ephor.54J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τέχνημα
-
11 τεχνήμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεχνήμων
-
12 τέχνησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τέχνησις
-
13 τεχνητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεχνητικός
-
14 τεχνητός
A artificial, opp. natural,αὐγῆς εἶδος Hp.Off.3
; τ. σύμβολα, opp. θεῖα, Plu.Per.6; τὸ τεχνητόν the product of a craft, Plot.4.4.23; τὰ τεχνητὰ τῶν ὀργάνων artificial instruments (or perh. instruments belonging to a craft), as the builder's κανών, ibid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεχνητός
-
15 τεχνήτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεχνήτωρ
-
16 τεχνικός
A artistic, skilful, workmanlike, Epich. 171.11, Pl.Smp. 186c, etc.;τ. περί τινος Id.Tht. 207c
; , etc.; εἴς τι ib.d; esp. of rhetoricians and grammarians,τ. λόγων πέρι Id.Phdr. 273e
; οἱ περὶ τοὺς λόγους τ. ib.a;ὁ τ. τε καὶ ἀγαθὸς ῥήτωρ Id.Grg. 504d
; [comp] Comp., more proficient in one's craft, Phld. Mus.p.74 K.; opp. θεωρητικός, practical, Arist.EN 1180b20;τ. περὶ τὸν βίον Id.HA 622b23
([comp] Comp., v.l. [comp] Sup.);τ. τὴν ψυχήν Id.Pol. 1327b27
;τ. ὄμματα Ael.VH14.47
;τ. πόημα Phld.Po.5.20
; τὸ τ. technical excellence, ib.2.55;τ. ἐνέργειαι, οἷον αὐλεῖν ἢ σαλπίζειν ἢ κιθαρίζειν Gal.6.323
; later, οἱ τεχνικοί the grammarians, Sch.D.T. p.4 H.; ὁ τ. freq. of Hdn.Gr., Choerob. in Theod.1.142 H., al.; also of D.T., Sch.D.T.p.204 H.b φύσις = πῦρ τεχνικόν, Zeno Stoic.1.34; τὸν τ. νοῦν the mind of the Great Designer, Theol.Ar.58;δύναμίς τις.. ἣν.. τεχνικὴν εἶναι λέγομεν Gal.Nat.Fac.1.6
.2 artful, cunning, Plb.16.6.6.II of things, artificial, opp. αὐτόματος, Thphr. Lap.55; τ. ὕδατα an artificial water-supply, Gal.17(2).183. Adv. - κῶς ibid.2 done by rules of art, technical, systematic, τοῦτο σοφὸν εὑρὼν ἅμα καὶ τ. Pl.Phdr. 273b; ἡ περὶ τὸν πόλεμον ἀγωνία τ. Id.R. 374b, cf. Euthphr. 14e; πραγματεῖαι τ. Id.Grg. 501b, etc.;ἡ τ. παιδεία Arist.Pol. 1341b9
; ἔχειν τὸ τ. περί τι to be technically employed upon.., Id.Rh. 1355b35, cf. Ph. 193a32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεχνικός
-
17 τεχνίον
2 in bad sense, a low art, Diph.87.1, Antid.2.4, Polystr.p.17 W., Them.Or.21.246c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεχνίον
-
18 τεχνόω
A instruct in an art, Gal.1.227, 6.480, 13.656, Elias in Porph. 139.16; make artistic, Eustr. in EN1.5.2 [voice] Med. -ώσατο, = -ήσατο, Nonn.D.25.413 (s.v.l.). -
19 τεχνύδριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεχνύδριον
-
20 τεχνύφιον
τεχν-ύφιον, τό, = foreg., in sense ofGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεχνύφιον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προοπτική — Στη γεωμετρία, η μέθοδος παράστασης των σχημάτων του χώρου με την προβολή τους σε ένα επίπεδο (σχέδιο) από ένα σημείο (κέντρο προβολής είτε όψης). Τέχνη. Mέχρι τον Μεσαίωνα ο λατινικός όρος perspectiva σήμαινε οπτική. Μόνο οι Φλωρεντινοί ζωγράφοι … Dictionary of Greek
φλαμανδικός — ή, ό, Ν [Φλαμανδός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Φλάνδρα ή στους Φλαμανδούς («φλαμανδική γλώσσα») 2. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τη Φλάνδρα 3. φρ. α) «φλαμανδική σχολή» i) μουσ. ύφος μουσικής σύνθεσης που κυριάρχησε στην… … Dictionary of Greek
Chymīe, die — Die Chymīe, plur. die en. 1) Die Kunst oder Wissenschaft, natürliche Körper vermittelst des Feuers oder anderer Auflösungsmittel in ihre Bestandtheile aufzulösen, und diese zu neuen Producten zusammen zu setzen, ohne Plural; die Scheidekunst,… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… … Dictionary of Greek
ένθετος — η, ο (AM ἔνθετος, ον) [εντίθημι] αυτός που έχει τοποθετηθεί, παρεμβληθεί, ενταχθεί κάπου νεοελλ. 1. ναυτ. «ένθετοι λέμβοι» οι βάρκες που τοποθετούνται πάνω στο κατάστρωμα τού πλοίου σε αντιδιαστολή με τις «κρεμαστές» 2. (οδοντ.) «ένθετα δόντια»… … Dictionary of Greek
ήλεκτρο — Απολιθωμένη ρητίνη κωνοφόρων (κοινώς κεχριμπάρι) αβέβαιης χημικής σύνθεσης, που συχνά εμπερικλείει λείψανα ζώων και φυτών. Ο τύπος αυτός άμπρας (κηρώδες υγρό που το εκκρίνει η φάλαινα) μπορεί να έχει ποικίλα χρώματα (κίτρινο, κοκκινωπό, καστανό,… … Dictionary of Greek
αγγείο — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… … Dictionary of Greek
αγγειοπλαστική — I (Τεχν.).Η κατασκευή αγγείων από πηλό ή άλλη ύλη. Είναι μία από τις αρχαιότερες τέχνες (τα πρώτα αγγεία χρονολογούνται από την 11η χιλιετία π.Χ.). Στην αρχή, η α. σκόπευε να καλύψει απλώς τις οικιακές ανάγκες. Γρήγορα, όμως, αρχίζει η… … Dictionary of Greek
αγγειό — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… … Dictionary of Greek
αερογράφος — ο (Γραφ. Τεχν.) ο αεροψεκαστήρας σχήματος μολυβιού που ψεκάζει χρώμα ή μελάνι σε πολύ λεπτή ρυθμιζόμενη δέσμη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < ἀήρ, έρος + γράφος < γράφω, πρβλ. αγγλ. aerograph] … Dictionary of Greek
ακαδημαϊσμός — Με τον όρο αυτό προσδιορίζεται η τέχνη εκείνη, η οποία είναι ενταγμένη σε ένα αισθητικό δόγμα που ακολουθεί έναν κώδικα προτύπων τα οποία θεωρούνται κλασικά. Ο καλλιτέχνης που ακολουθεί την αισθητική αυτή τάση, μελετά τα φυσικά σχήματα,… … Dictionary of Greek