-
1 τέχνασμα
A anything made or done by art, handiwork, κέδρου τεχνάσματα, of a cedar coffin, E.Or. 1053; τ. σιδήρου implement of iron, Opp.C.2.174, cf. Semon. (?) in PLit.Lond. 53v.9, Hdn. 4.15.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τέχνασμα
См. также в других словарях:
θρίαμβος — I Δημόσια πανηγυρική τελετή που πραγματοποιούσαν οι νικητές στρατηγοί στην αρχαία Ρώμη. O θ. οργανωνόταν μόνο ύστερα από αίτηση του στρατηγού δικτάτορα, ύπατου, ανθύπατου ή πραίτορα και με άδεια της Συγκλήτου. Περιλάμβανε μια μεγάλη πομπή, η… … Dictionary of Greek