Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τετράποδα

См. также в других словарях:

  • τετραπόδα — τετραπόδᾱ , τετραπόδης four footed masc nom/voc/acc dual τετραπόδης four footed masc voc sg τετραπόδᾱ , τετραπόδης four footed masc gen sg (doric aeolic) τετραπόδης four footed masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράποδα — τα, ΝΜΑ βλ. τετράποδος …   Dictionary of Greek

  • τετράποδα — τετράποδος neut nom/voc/acc pl τετράπους four footed neut nom/voc/acc pl τετράπους four footed masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράποδ' — τετράποδα , τετράποδος neut nom/voc/acc pl τετράποδε , τετράποδος masc/fem voc sg τετράποδα , τετράπους four footed neut nom/voc/acc pl τετράποδα , τετράπους four footed masc/fem acc sg τετράποδι , τετράπους four footed masc/fem/neut dat sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωολογία — Κλάδος της βιολογίας που μελετά τα ζώα, είτε στις διάφορες μορφές και εκδηλώσεις τους είτε στις αμοιβαίες σχέσεις με τα όμοιά τους και με το περιβάλλον. Όπως προκύπτει από τον τόσο ευρύ ορισμό, η ζ. περιλαμβάνει διάφορους κλάδους. Με τις μορφές… …   Dictionary of Greek

  • четвероногая — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  прил. в знач. сущ. (греч. τετράποδα, от τετράπους,… …   Словарь церковнославянского языка

  • Histoire des animaux (Aristote) — Pour les articles homonymes, voir Histoire des animaux. L’Histoire des Animaux (Grec ancien Περὶ Τὰ Ζῷα Ἱστορίαι ; Latin Historia Animalium) est un ouvrage zoologique écrit en langue grecque vers 343 av. J. C. par Aristote. Le traité d… …   Wikipédia en Français

  • ανδράποδον — ἀνδράποδον, το (Α) 1. αιχμάλωτος που τον πουλούν ως δούλο, δούλος 2. άναντρος, άβουλος, δουλοπρεπής άντρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός. Ο τ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά στον πληθ. ανδράποδα, αναλογικά προς το τετράποδα (πρβλ. τετραπόδων πάντων και… …   Dictionary of Greek

  • βρόχι — το (Μ βρόχιον και βρόχιν) [βρόχος] 1. μικρός βρόχος, θηλιά 2. θηλιά από τρίχες αλογοουράς, με την οποία συλλαμβάνονται από τον λαιμό πουλιά ή μικρά τετράποδα ζώα νεοελλ. πληθ. βρόχια, τα 1. τεχνάσματα, πλεκτάνες 2. θέλγητρα …   Dictionary of Greek

  • ερπετολογία — Κλάδος της ζωολογίας που μελετά τα ερπετά και ιδιαίτερα τα φίδια. Η ε. άρχισε ως επιστήμη με τον Αριστοτέλη, ο οποίος ταξινόμησε τα ερπετά σε τετράποδα, ωοτόκα (χελώνες, κροκόδειλοι, σαύρες), φίδια και βατράχια, περικλείοντας μεταξύ των ερπετών… …   Dictionary of Greek

  • ερπύζω — (AM ἑρπύζω) [έρπω] έρπω* μσν. σκύβω το κεφάλι, ταπεινώνομαι, φέρομαι χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς αρχ. 1. (για ανθρώπους υπερβολικά θλιμμένους ή μεγάλης ηλικίας ή για παιδιά ή για τετράποδα) βαδίζω σέρνοντας τα πόδια, σέρνομαι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»