Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τεθμός

См. также в других словарях:

  • τεθμός — θεσμός that which is laid down masc nom sg (doric) τεθμός that which is laid down masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεθμός — ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. θεσμός …   Dictionary of Greek

  • θεσμός — ο (ΑΜ θεσμός Α και δωρ. τ. τεθμός) το έθος, η συνήθεια, καθετί που καθίσταται κανόνας δικαίου με την παράδοση ή με κοινή συμφωνία νεοελλ. ειδικός οργανισμός, κοινωνικός ή πολιτικός, αναγνωρισμένος από την παράδοση ή από τον νόμο (α. «ο θεσμός τού …   Dictionary of Greek

  • NOVEMCUBITALIS — Graece Εἰνάπηχυς, apud Lycophronem Cassandrâ. Γυναιξὶ δ᾿ ἔςται τεθμὸς ἐτχώριος ἀεὶ, Πενθεῖν τὸν εἰνάπηχυν Αἰακοῦ τρίτον. Et feminis lex semper indigenis erit, Cubitûm novenûm flere tertium Aeaci etc. Achillis epitheton; non quod tot praecise… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • τεθμοῖς — θεσμός that which is laid down masc dat pl (doric) τεθμός that which is laid down masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεθμοῖσι — θεσμός that which is laid down masc dat pl (epic doric ionic aeolic) τεθμός that which is laid down masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεθμοῖσιν — θεσμός that which is laid down masc dat pl (epic doric ionic aeolic) τεθμός that which is laid down masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεθμῶν — θεσμός that which is laid down masc gen pl (doric) τεθμός that which is laid down masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεθμῷ — θεσμός that which is laid down masc dat sg (doric) τεθμός that which is laid down masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεθμόν — θεσμός that which is laid down masc acc sg (doric) τεθμός that which is laid down masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»