-
1 ταῦρος
ταῦρος, ὁ, 1) der Stier, Hom. u. Folgde; ταῦρος βοῠς, Il. 17, 389. – Uebertr., der Priester des Poseidon Taureios, VLL.; vgl. Ath. X, 425 c. – 2) der Stier als Zeichen des Thierkreises, Arat. – 3) der Raum zwischen dem Hodensack u. dem After, sonst κοχώνη; – auch das männliche Glied, s. Brunck zu Ar. Eccl. 911.
-
2 Ταύρος
-
3 Ταῦρος
-
4 ταύρος
-
5 ταῦρος
-
6 ταῦρος
ταῦρος, ὁ,A bull, Il.2.481, etc.; as a sacrifice to Poseidon, 11.728, Od.13.181; alsoταῦρος βοῦς Il.17.389
; ἄπεχε τῆς βοὸς τὸν τ., oracularly of Agamemnon and his wife, A.Ag. 1126 (lyr.).3 a kind of Lycian boat with bull as figurehead, postulated to explain Europa's bull, Poll. 1.83.II the bull as a sign of the Zodiac, Eudox. ap. Hipparch. 1.2.10, Arat.167, al., IG14.1307, Supp.Epigr.7.363.8 (Dura-Europus, ii A.D.), etc. -
7 ταῦρος
ταῦρος, ου, ὁ (Hom.+; ins, pap, LXX, Philo, Joseph.) bull, ox as a sacrificial animal (Cornutus 22 p. 42, 12; Arrian., Anab. 1, 11, 6; Philo, Omn. Prob. Lib. 102; Jos., Ant. 13, 242) Ac 14:13 (Diod S 16, 91, 3 ταῦρος ἐστεμμένος); Hb 9:13; 10:4; B 2:5 (Is 1:11). For great banquets Mt 22:4.—B. 154. DELG. M-M. -
8 ταυρος
ὁ (тж. τ. βοῦς Aesch., Soph.) бык Hom. etc. -
9 Ταυρος
ὅ Тавр1) горная цепь, тянущаяся параллельно южн. побережью Мал. Азии до Армении Polyb. etc.2) река близ г. Трезен Soph. -
10 ταῦρος
1 bull “ καὶ Δαμαίῳ μιν θύων ταῦρον ἀργάεντα πατρὶ δεῖξον” O. 13.69τὸν δὲ ταύρῳ χαλκέῳ καυτῆρα Φάλαριν P. 1.95
φοίνισσα δὲ Θρηικίων ἀγέλα ταύρων ὑπᾶρχεν (sc. for sacrifice to Poseidon) P. 4.205 ]α ταύρων ει[ Pae. 7.14
-
11 ταῦρος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ταῦρος
-
12 ταῦρος
-
13 ταῦρος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ταῦρος
-
14 ταύρος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ταύρος
-
15 ταύρος
ο1) бык; 2) (Т.) астр. Телец -
16 ταῦρος
телец, вол, бык.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ταῦρος
-
17 ταῦρος
-
18 ταῦρος
-ου + ὁ N 2 18-2-6-5-8=39 Gn 32,16; 49,6; Ex 21,28(ter)bull, ox Gn 32,16; id. (as sacrificial anim.) Is 1,11*Is 5,17 ὡς ταῦροι as bulls-אבירים/כ as strong ones, as bulls for MT ם/דבר/כ as their pastureCf. TOV 1979, 221; →CHANTRAINE; FRISK -
19 ταύρος
[таврос]ουσ α бык. -
20 ταύρος
el taure
См. также в других словарях:
Ταῦρος — bull masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταῦρος — bull masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταύρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Κρήτης από την Κνωσό. Αφού κυρίευσε την Τύρο της Φοινίκης, γύρισε στην Κρήτη με πολλούς αιχμαλώτους και πολλά κορίτσια, μεταξύ των οποίων ήταν και η Ευρώπη, κόρη του βασιλιά της Φοινίκης … Dictionary of Greek
ταύρος — ο 1. αρσενικό βόδι κατάλληλο για αναπαραγωγή, μπουγάς. 2. ως κύριο όνομα, Ταύρος αστερισμός του βόρειου ημισφαιρίου. 3. βουνό της Μ. Ασίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καλβίσιος Ταύρος — (2ος αι. μ.Χ.). Νεοπλατωνικός φιλόσοφος. Πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τη ζωή και το έργο του παρέχει ο Αύλος Γέλλιος. Έγραψε τα έργα Περί της των δογμάτων διαφοράς Πλάτωνος και Αριστοτέλους και Περί σωμάτων και ασωμάτων, τα οποία δεν… … Dictionary of Greek
Ταύρω — Ταῦρος bull masc nom/voc/acc dual Ταῦρος bull masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταῦρε — Ταῦρος bull masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταῦρε — ταῦρος bull masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταῦροι — Ταῦρος bull masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταῦροι — ταῦρος bull masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταῦρον — Ταῦρος bull masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)