-
1 taureau
ταύρος -
2 býk
ταύρος -
3 buhaj
ταύρος -
4 byk
ταύρος -
5 бык
-
6 бык
зоол. о ταύρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бык
-
7 телец
астр. о Ταύρος (αστερισμός).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > телец
-
8 бык
бык Iм ὁ ταύρος:бой \быко́в ἡ ταυρομαχία; ◊ взять \быка за рога погов. πιάνω τόν ταύρο ἀπό τά κέρατα.бык IIм стр. τό στήριγμα (γέφυρας). -
9 бычок
бычок Iм уменьш. ὁ μικρός ταύρος, τό ἀρσενικό μοσχάρι.бычок IIм (рыба) ὁ γωβιός, ὀ; κωβιός. -
10 Телец
Телецм астр. ὁ Ταῦρος (άστερισμόζ). -
11 бык
[μπύκ] ουσ. α. ταύρος -
12 бычок
[μπυτσόκ] ουσ. α μικρός ταύρος -
13 Телец
[τιλιέτς] ουσ. α. (αστρ.) Ταύρος -
14 бык
[μπύκ] ουσ α ταύρος -
15 бычок
[μπυτσόκ] ουσ α μικρός ταύρος -
16 Телец
[τιλιέτς] ουσ α (αστρ) Ταύρος -
17 бугай
-я α.(διαλκ.) βόδι βαρβάτο, ταύρος, ταυρί, βουγάς, μπουγάς. -
18 бык
-а α.βόδι, βούς, ταύρος.εκφρ.здоров как бык – κατάγερος, υγιέστατος•уперся как бык – γινάτωσε σαν το γαϊδούρι. -
19 тур
тур 1-а α.1. γύρος, κύκλος• μια στροφή•один тур вальса ένας γύρος του βαλς.
|| περιφορά, περιοδεία•тур по Европе ο γύρος της Ευρώπης•
тур по городу ο γύρος της πόλης.
2. στάδιο•первый тур работы конференции ο πρώτος γύρος των εργασιών της συνδιάσκεψης•
второй тур президенских выборов δεύτερος γύρος των προεδρικών εκλογών.
|| περίοδος (γύρος) σκακιού ή αγώνων.тур 2-а α. παλ.1. καλάθι με χώμα σαν προπέτασμα (από τις σφαίρες και οβίδες).2. καλάθι με πέτρες (σε υδροτεχνικά έργα).3. πυργίσκος από πέτρες (σε υψηλή κορυφή βουνού).тур 3-а α.1. άγριος ταύρος που εξέλειψε.2. καυκάσιος ορεινός τράγος. -
20 Bull
subs.P. and V. ταῦρος, ὁ, βοῦς, ὁ.Like a bull, adv.: Ar. and P. ταυρηδόν;adj.: V. ταυρόμορφος.Became like a bull, v.: V. ταυροῦσθαι.Kill bulls, v.: V. ταυροκτονεῖν, ταυροσφαγεῖν.Altars where bulls are sacrificed: Ar. βούθυτοι ἐσχάραι (Av. 1232).Killing bulls, adj.: V. ταυροσφάγος.Sacrificing bulls, adj.: V. βούθυτος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bull
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ταῦρος — bull masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταῦρος — bull masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταύρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Κρήτης από την Κνωσό. Αφού κυρίευσε την Τύρο της Φοινίκης, γύρισε στην Κρήτη με πολλούς αιχμαλώτους και πολλά κορίτσια, μεταξύ των οποίων ήταν και η Ευρώπη, κόρη του βασιλιά της Φοινίκης … Dictionary of Greek
ταύρος — ο 1. αρσενικό βόδι κατάλληλο για αναπαραγωγή, μπουγάς. 2. ως κύριο όνομα, Ταύρος αστερισμός του βόρειου ημισφαιρίου. 3. βουνό της Μ. Ασίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καλβίσιος Ταύρος — (2ος αι. μ.Χ.). Νεοπλατωνικός φιλόσοφος. Πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τη ζωή και το έργο του παρέχει ο Αύλος Γέλλιος. Έγραψε τα έργα Περί της των δογμάτων διαφοράς Πλάτωνος και Αριστοτέλους και Περί σωμάτων και ασωμάτων, τα οποία δεν… … Dictionary of Greek
Ταύρω — Ταῦρος bull masc nom/voc/acc dual Ταῦρος bull masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταῦρε — Ταῦρος bull masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταῦρε — ταῦρος bull masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταῦροι — Ταῦρος bull masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταῦροι — ταῦρος bull masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταῦρον — Ταῦρος bull masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)