-
1 ταυρος
ὁ (тж. τ. βοῦς Aesch., Soph.) бык Hom. etc. -
2 Ταυρος
ὅ Тавр1) горная цепь, тянущаяся параллельно южн. побережью Мал. Азии до Армении Polyb. etc.2) река близ г. Трезен Soph. -
3 ταῦρος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ταῦρος
-
4 ταύρος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ταύρος
-
5 ταύρος
ο1) бык; 2) (Т.) астр. Телец -
6 ταῦρος
телец, вол, бык.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ταῦρος
-
7 ταῦρος
-
8 ταύρος
[таврос]ουσ α бык. -
9 επιβητωρ
-
10 ταυρ-
-
11 ταυρο-
-
12 αγαυρος
-
13 αγελαρχης
-
14 αποταυρος
-
15 ατε
1) (подобно тому) как, словно(ἅ. παρθένος ἠΐθεός τε Hom.; ἅ. ταῦρος Soph.)
2) как, в качестве(Κύπρις, ἅ. γένους προμάτωρ Aesch.)
3) так как, посколькуἅ. τῶν ὁδῶν φυλασσομένων Her. — ввиду того, что дороги охранялись;
ἅ. (δέ) οὖν Plat. — а так как -
16 βουθορος
-
17 βους
дор. βῶς, βοός1) ὅ и ἥ (gen. поэт. тж. βοῦ, dat. βοΐ, acc. βοῦν - эп. тж. βῶν, поэт. тж. βόα; pl.: βόες и βοῦς, gen. βοῶν, dat. βουσί и βόεσσι - поэт. тж. βοσί, acc. βοῦς и βόας, дор. βῶς; nom.- acc. dual. βόε) бык (тж. β. ἄρσην и ταῦρος β. Hom.); вол или короваἔκοψε νόμισμα βοῦν ἐγχαράξας Plut. — (Тесей) велел отчеканить монету с изображением быка;отсюда:β. ἐπὴ γλώσσης μέγας βέβηκεν Aesch. — бык наступил ему на язык, т.е. его подкупом заставили молчать, по друг. - у него язык отнялся;2) ἥ(1) щит из воловьей шкуры(νωμῆσαι βῶν ἀζαλέην Hom.)
(2) воловья шкура3) ὅ зоол. «бык» (вид ската, предполож. Raja oxyrihynchus) Arst. -
18 βρυχαομαι
реветь, рычать(βέβρυχεν μέγα κῦμα Hom.; δεινὰ βρυχηθεὴς (pass. = med.- act.) τάλας Soph.; βρυχώμενος ταῦρος Soph. и ἐλέφας Plut.; θῆρες ἐβρυχῶντο Theocr.)
-
19 δυσκαταμαχητος
-
20 εκβρυχαομαι
1) издавать мычание(ἐξεβρυχᾶτο, sc. ὅ ταῦρος Eur.)
2) перен. кричать
См. также в других словарях:
Ταῦρος — bull masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταῦρος — bull masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταύρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Κρήτης από την Κνωσό. Αφού κυρίευσε την Τύρο της Φοινίκης, γύρισε στην Κρήτη με πολλούς αιχμαλώτους και πολλά κορίτσια, μεταξύ των οποίων ήταν και η Ευρώπη, κόρη του βασιλιά της Φοινίκης … Dictionary of Greek
ταύρος — ο 1. αρσενικό βόδι κατάλληλο για αναπαραγωγή, μπουγάς. 2. ως κύριο όνομα, Ταύρος αστερισμός του βόρειου ημισφαιρίου. 3. βουνό της Μ. Ασίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καλβίσιος Ταύρος — (2ος αι. μ.Χ.). Νεοπλατωνικός φιλόσοφος. Πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τη ζωή και το έργο του παρέχει ο Αύλος Γέλλιος. Έγραψε τα έργα Περί της των δογμάτων διαφοράς Πλάτωνος και Αριστοτέλους και Περί σωμάτων και ασωμάτων, τα οποία δεν… … Dictionary of Greek
Ταύρω — Ταῦρος bull masc nom/voc/acc dual Ταῦρος bull masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταῦρε — Ταῦρος bull masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταῦρε — ταῦρος bull masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταῦροι — Ταῦρος bull masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταῦροι — ταῦρος bull masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταῦρον — Ταῦρος bull masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)