-
1 σκόλυθρος
-
2 σκόλυθρος
-
3 σκολύθριον
σκολύθριον, τό, dim. von σκόλυϑρος; Plat. Euthyd. 278 b; Poll. 10, 48; auch σκολύφριον.
См. также в других словарях:
σκόλυθρος — ον, Α 1. χαμηλός 2. (για πρόσ.) χαμερπής, ποταπός, τιποτένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το σκολύθριον / σκόλυθρον*] … Dictionary of Greek
σκόλυθρον — stool neut nom/voc/acc sg σκόλυθρος low masc/fem acc sg σκόλυθρος low neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκολύθρων — σκόλυθρον stool neut gen pl σκόλυθρος low masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκόλυθρα — σκόλυθρον stool neut nom/voc/acc pl σκόλυθρος low neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)