-
1 θεᾱτρικός
-
2 ἐπι-δεικτικός
ἐπι-δεικτικός, ή, όν, aufzeigend, zur Schau stellend, ἡ ἐπιδεικτική, sc. τέχνη, das zur Schau Stellen, Plat. Soph. 224 b; γένος λόγων, epideiktische, Prunkredegattung, ἔπαινος u. ψόγος enthaltend, Rhett.; λόγοι Dem. 61, 2, wie Pol. 12, 28, 2; λέξις Arist. rhet. 3, 12; mit πανηγυρικός verbunden, Plut.; auch vom Redner selbst, Plut. compar. Dem. et Cic. 1. – Adv. ἐπιδεικτικῶς, ἔχειν Isocr. 4, 11; Plut. Anton. 62 u. öfter.
См. также в других словарях:
ἐπιδεικτικῶς — ἐπιδεικτικός adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мъногооуказьнѣ — (1*) нар. Напоказ: егда мнѣша ѥго ѡсудити. не възваша. его велика и нечс҃тва. но токмо ѡбиниша. многоѹказнѣ и пернѣ списавше (ἐπιδεικτικῶς) ГБ XIV, 186г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έμπρακτος — η, ο (AM ἔμπρακτος, ον) Ι. νεοελλ. 1. αυτός που εκδηλώνεται στην πράξη («έμπρακτη αγάπη, φιλανθρωπία κ.λπ.») 2. (νομ.) «έμπρακτη μετάνοια» μετάνοια που εκδηλώνεται με αποζημίωση προς τον αδικημένο μσν. (νομ.) (για αξίωμα) αυτός που ασκείται αρχ.… … Dictionary of Greek
ՑՈՒՑԱԿԱՆԱՊԷՍ — ( ) NBH 2 0918 Chronological Sequence: Unknown date մ. ἑπιδεικτικῶς ostentationis causa Ցուցանելով իմն. ցոյցս առնելով. բան ծախելով. ... *Ոչ ցանկալ զիւր զբանն ցուցանկանապէս առաջի արկանել. Բրս. թղթ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)