-
1 ασπαλιευτικη
См. также в других словарях:
ἀσπαλιευτική — ἀσπαλιευτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ασπαλιευτικη
ἀσπαλιευτική — ἀσπαλιευτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)