-
1 τεττιξ
- ῑγος ὅ1) цикада Hom., Hes., Anacr., Plat., Arst., Theocr.2) булавка для волос с изображением цикады ( которой афиняне древнейших эпох скалывали себе волосы)τεττίγων ἀνάμεστα ирон. Arph. — переполненное цикадами, т.е. нечто чрезвычайно старое, седая старина
-
2 τέττιξ
цикада, кузнечик -
3 τεττιγοφορος
-
4 αναιμοσαρκος
-
5 δρυοκοιτης
-
6 ερημολαλος
-
7 ηχετα
-
8 ηχηεις
-
9 κατοργανιζω
-
10 κυανοπτερος
-
11 λαλος
31) говорливый, словоохотливый, болтливый(Ἀθηναῖοι Plat.; γῆρας Anth.)
2) стрекочущий, неумолкающий(τέττιξ Anth.)
3) вечно щебечущий(ὄρνιθες Arst.)
4) одаряющий поэтической речью, вдохновляющий(Φοίβου ὕδωρ Anacr.)
-
12 μελεσιπτερος
-
13 μεσημβρινος
31) полуденный, полдневный(θάλπη Aesch.)
ὅ μ. ᾠδός Anth. = ὅ τέττιξ;κἂν ἔγρῃ μ. Arph. — если ты проснешься в полдень2) полуденный, южный(κέλευθος Aesch.)
-
14 μουσομανης
-
15 ξουθος
-
16 προικιος
-
17 προφητης
1) истолкователь, выразитель воли богов(π. Διός Pind.; Βάκχου π. Eur.)
τῶν Μουσῶν προφῆται Plat. — толкователи воли Муз, т.е. поэты2) толкователь, комментатор(τῶν Πύρρωνος λόγων Sext.)
ἐγὼ π. σοι λόγων γενήσομαι Eur. — я буду тебе обо всем рассказывать3) перен. вестник или певец(τέττιξ θέρεος π. Anacr.)
4) прорицатель(δόμων προφῆται Aesch.)
5) пророк NT. -
18 σιτιζω
дор. Theocr. v. l. σῑτίσδω кормить, питать(τὰ παιδία Her.; κύνας Isocr.)
σ. τοὺς ἀλεκτρυόνας τι Xen. — кормить петухов чем-л.;med.-pass. — питаться:πρῶκας σιτίσδεται (v. l. σιτίζεται) ὅ τέττιξ Theocr. — цикада питается росой -
19 φιλαοιδος
-
20 φιλυμνος
См. также в других словарях:
τέττιξ — ο, ΝΜΑ λόγια, σήμερα, ονομασία τού τζιτζικιού αρχ. 1. χρυσό κόσμημα τών μαλλιών, καρφίδα ή περόνη, το οποίο είχε ως κεφαλή τέττιγα από χρυσό και το οποίο φορούσαν αρχικά οι πριν από τον Σόλωνα Αθηναίοι ως ένδειξη ότι ήταν αυτόχθονες και αργότερα… … Dictionary of Greek
τέττιξ — τέττῑξ , τέττιξ cicala masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τζίτζικας — Oνομασία ομόπτερων εντόμων του γένους τέττιξ, που περιλαμβάνει πολυάριθμα είδη. Πολύ κοινός στην Ελλάδα είναι ο τέττιξ ο πληβείος (cicada plebeja), μήκους περίπου 40 χλστ., μαύρου χρώματος, στικτού με κίτρινο και καλυμμένος με άσπρο χνούδι ζει… … Dictionary of Greek
τεττίγιον — τὸ, Α [τέττιξ, ιγος] 1. μικρός τέττιξ, μικρός τζίτζικας 2. νόμισμα πάνω στο οποίο απεικονιζόταν μικρός τέττιξ … Dictionary of Greek
τέττιγ' — τέττῑγα , τέττιξ cicala masc acc sg τέττῑγι , τέττιξ cicala masc dat sg τέττῑγε , τέττιξ cicala masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηχέτης — ἠχέτης και επικ. τ. ήχέτα και δωρ. τ. άχέτα, ό (Α) 1. αυτός που παράγει καθαρό ισχυρό ήχο, βουερός, ηχηρός 2. καλλίφωνος, οξύφωνος 3. ως επίθ. φρ. «ἠχέτα τέττιξ» ο θορυβώδης τζίτζικας, που τερετίζει (Ησίοδ.) 4. (ως ουσ. κατά παράλ. τού τέττιξ) ο… … Dictionary of Greek
τεττιγομήτρα — η, ΝΑ το κέλυφος μέσα στο οποίο υπάρχει ο τέττιξ, όταν είναι ακόμη στο στάδιο τής προνύμφης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέττιξ, ιγος «τζιτζίκι» + μήτρα] … Dictionary of Greek
кречет — укр. кречет вид сокола , русск. цслав. кречетъ τέττιξ, польск. krzeczot – то же. Звукоподражательное; ср. крек, крехтать. Аналогичны лит. kirklỹs крикун; сверчок , kirkiù, kir̃kti пронзительно кричать , греч. κέρκνος ̇ἱέραξ η ἀλεκτρυών… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
щур — I I – птица Lохiа еnuсlеаtоr ; стриж, Hirundo riparia , кузнечик , укр. щур стриж , др. русск. щуръ – название птицы, цслав. щуръ τέττιξ, также в знач. ласточка , болг. щурец кузнечик (Чукалов), словен. ščurǝk кузнечик , чеш. štir скорпион , слвц … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
Sauterelle (insecte) — Pour les articles homonymes, voir Sauterelle. Nom vernaculaire ou nom normalisé ambigu : Le terme « Sauterelle » s applique en français à plusieurs taxons distincts … Wikipédia en Français