-
1 μαστιξ
- ῑγος ἥ1) бич, плеть, кнут(ἱμάσσειν ἵππους μάστιγι Hom.)
μάστιγι νῶτα φοινιχθείς Soph. — со спиной, окровавленной кнутом2) перен. бич, кара(μ. θεία, μ. Διός Aesch.)
3) перен. бич, побуждениеμ. Πειθοῦς Pind. — неотразимая сила убеждения
4) рана, язва(μάστιγας ἔχειν NT.)
-
2 πεμφιξ
-
3 ρητορομαστιξ
-
4 τετριξ
-
5 τεττιξ
- ῑγος ὅ1) цикада Hom., Hes., Anacr., Plat., Arst., Theocr.2) булавка для волос с изображением цикады ( которой афиняне древнейших эпох скалывали себе волосы)τεττίγων ἀνάμεστα ирон. Arph. — переполненное цикадами, т.е. нечто чрезвычайно старое, седая старина
-
6 μάστιγα
[-ιξ (-ιγος)] η бич (тж. перен.) -
7 τέττιγος
[-ιξ (-ιγος)] ο цикада
См. также в других словарях:
ρητορομάστιξ — ιγος, ό, Α (ως προσωνυμία κάποιου Αισχίνου από τη Μυτιλήνη) η μάστιγα τών ρητόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥήτωρ, ορος + μάστιξ, ιγος] … Dictionary of Greek
πνίξ — ιγός, ἡ, Α [πνίγω] 1. πνιγμός 2. ιατρ. αρρώστια, ὁμοια με την κυνάγχη, στην οποία, κατά τη διάρκεια πυρετού, επισυμβαίνει αιφνίδια σύσφιγξη τού λαιμού και ο ασθενής πεθαίνει από ασφυξία … Dictionary of Greek
πολύμιξ — ιγος, ὁ, ἡ, Μ έκδοτος στις ηδονές, ακόλαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θ. μιγ τού μ[ε]ίγνυμι + κατάλ. ς] … Dictionary of Greek
σύμμιξ — ιγος, ὁ, ἡ, Α [συμμ(ε)ιγνύω] συμμιγής, ανάμικτος … Dictionary of Greek
pénfigo — (Del gr. pemphix, igos, amapola.) ► sustantivo masculino MEDICINA Enfermedad de la piel, caracterizada por unas ampollas de tamaño muy variable que contienen un líquido transparente. * * * pénfigo (del gr. «pémphix, igos», ampolla) m. Med.… … Enciclopedia Universal
LAC Caprinum — non magui solum in Medicina usûs, Vide inter alia infra Praesides; sed et apud quosam populos in quottidianis cibis est. Hinc Salomon Proverb. c. 27. v. 27. Et sufficiet lac caprarum ad cibum tuum et in cibis domûs tuae et in victum ancillarum… … Hofmann J. Lexicon universale
αγυάλιστος — και ιγος, η, ο [γυαλίζω] 1. αυτός που δεν γυαλίστηκε, αστίλβωτος, αλουστράριστος 2. άβαφτος … Dictionary of Greek
αδρόσιστος — και –ιγος, η, ο [δροσίζω] 1. αυτός που δεν δροσίζεται ή δεν δροσίστηκε, διψασμένος, ξερός 2. αυτός που δεν δροσίστηκε από την τύχη, που δεν γνώρισε ευτυχισμένες μέρες, δυστυχισμένος, ταλαιπωρημένος 3. αυτός που δεν δροσίζει άνθρωπο,… … Dictionary of Greek
αζούλιστος — και ιγος, η, ο [ζουλίζω] 1. αυτός που δεν ζουλίχτηκε, δεν συμπιέστηκε (αζούλιστη ντομάτα) ή δεν μπορεί να συμπιεστεί («κακό σπυρί, αζούλιστο») 2. αυτός που δεν κακοπάθησε σε συνωστισμό 3. (για ζώα) αυτός που δεν έχει υποστεί σύνθλιψη τών όρχεων,… … Dictionary of Greek
αζούπιστος — και ιχτος και ιγος, η, ο [ζουπίζω] 1. αυτός που δεν ζουπίχτηκε, δεν συμπιέστηκε («σταφύλια αζούπιστα») … Dictionary of Greek
ανέγγιαχτος — η, ο (και ιχτος και ιγος) άθικτος, απείραχτος 2. αυτός που δεν ανέχεται, δεν σηκώνει πείραγμα … Dictionary of Greek