-
1 μουσομανης
См. также в других словарях:
κοσμομανής — κοσμομανής, ές (Α) αυτός που νέμεται τον κόσμο με μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ανδρο μανής, μουσο μανής] … Dictionary of Greek
1 μουσομανης
κοσμομανής — κοσμομανής, ές (Α) αυτός που νέμεται τον κόσμο με μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ανδρο μανής, μουσο μανής] … Dictionary of Greek