-
41 συν-επ-ελαφρύνω
συν-επ-ελαφρύνω, mit, zugleich leicht machen, erleichtern, τινί τι, Her. 1, 18, v. l. συναπελαφρύνω.
-
42 συν-επι-λαμβάνομαι
συν-επι-λαμβάνομαι (s. λαμβάνω), mit od. zugleich anfassen, Hand anlegen, sich einer Sache mit annehmen, τινός; Her. 3, 48. 5, 45; Thuc. 3, 74; ξυνεπιλαβέσϑαι καὶ τῆς ὑπολοίπου Ἀϑηναίων καταλύσεως, 8, 76; Sp., ἔργου, D. Cass. 35, 9; auch Einem bei Etwas helfen, τινί τινος, z. B. ϑεὸς αὐτοῖς συνεπελάβετο τῆς σωτηρίας, Pol. 11, 24, 8, der es auch absolut braucht, ἐὰν μὲν ἡ τύχη συνεπιλαμβάνηται, 2, 49, 7; allein c. gen., συνεπιλήψονται τῶν πραγμάτων, 10, 19, 9, u. öfter; u. c. dat. der Person allein, 5, 90, 2; τὴν Ἀϑηνᾶν παρακαλέσας συνεπιλαβέσϑαι μοι τοῦ ἔργου, Luc. Prom. 13; – auch = mit zurückhalten, τῶν Ἑλλήνων, Plut. Themist. 12. – Selten ist das act., ἔῤῥωτο καὶ ἰδιώτης καὶ πόλις εἴ τι δύναιτο καὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ ξυνεπιλαμβάνειν αὐτοῖς, Thuc. 2, 8.
-
43 συν-επι-θορυβέω
συν-επι-θορυβέω, mit, zugleich lärmenden Beifall zu erkennen geben, τινί, καὶ ἐπαινεῖν Plut. de vit. pud. 6.
-
44 συν-επι-θῡμέω
συν-επι-θῡμέω, mit od. zugleich verlangen, τινί τινος, Xen. Equ. 1, 8.
-
45 συν-επί-τροπος
συν-επί-τροπος, ὁ, Mitvormund, τινί, mit Jem., Dem. 27, 14.
-
46 συν-εργο-πονέω
συν-εργο-πονέω, mit bei der Arbeit unterstützen, τινί, S. Emp. adv. phys. 1, 41.
-
47 συν-εργάτης
συν-εργάτης, ὁ, der Mitarbeiter, Helfer, τινί; Soph. Phil. 93; τὸν ξυνεργάτην ἄγρας, Eur. Bacch. 1144.
-
48 συν-εργάζομαι
συν-εργάζομαι, dep. med., mit einem Andern zugleich od. zusammen arbeiten; εἰ ξυμπονήσεις καὶ ξυνεργάσει, σκόπει, Soph. Ant. 41; helfen, beistehen, πρός τι, Xen. Cyr. 7, 1, 33, τινί, Pol. 34, 10, 13, u. a. Sp.; – bearbeiten, λίϑοι οὐ ξυνειργασμένοι, nicht behauene od. zu Bildsäulen verarbeitete Steine, Thuc. 1, 93.
-
49 συν-ερέω
-
50 συν-εστιάω
συν-εστιάω (s. ἐστιάω), Einen im eignen Hause, am eignen Heerde mitbewirthen, u. pass. mit Andern zusammen schmausen, τινί, συνειστιάϑη Dem. 19, 190; Luc. Conv. 48 calumn. 2; Plut. Thes. 22.
-
51 συν-ευ-πορέω
συν-ευ-πορέω, Einem mit seinem Vermögen dienen, aushelfen, τινί; Din. 1, 58; Is. 11, 37; u. überh. unterstützen, ἐκ τῶν ἰδίων, mit dem eignen Vermögen, τριάκοντα μνᾶς, Dem. 33, 6; ἀναλωμάτων συνευπορήσας, 59, 72; u. Sp., wie Plut. Lyc. 15.
-
52 συν-ευ-δοκέω
συν-ευ-δοκέω, mit, zugleich genehmigen, beistimmen, τινί; Demod. a. E.; N. T.; Poll. 6, 117.
-
53 συν-εφ-ιστάνω
συν-εφ-ιστάνω, = Folgdm; τοὺς ἀναγιγνώσκοντας, sie aufmerksam machen, spannen, Pol. 10, 41, 6, u. sc. ἑαυτόν, aufmerken, absolut, 4, 4, 8, od. τινί, auf Etwas, 9, 2, 7.
-
54 συν-εφ-άπτομαι
συν-εφ-άπτομαι, ion. συνεπάπτομαι, mit oder zugleich anfassen, Hand anlegen, beistehen; σπουδᾷ, Pind. Ol. 11, 97; zugleich mit Einem den Feind angreifen, τινί τινος, Her. 7, 158; τῆς στρατείας, τοῦ πολέμου, Plut. Timol. 8 Aem. Paull. 13; auch in der Rede, conj. praec. A.; u. öfter Luc., z. B. amor. 6.
-
55 συν-εύχομαι
συν-εύχομαι, mit od. zugleich flehen; Eur. Hel. 651; τινί, Plat. Phaedr. 257 b; καὶ ἐμοὶ ταῦτα συνεύχου, 279 c; μετά τινος, Legg. X, 909 e; auch = für Einen bitten, III, 687 d; Xen. Oec. 7, 8; Sp., wie Luc. pro laps. 12.
-
56 συν-εύδω
-
57 συν-εαρίζω
συν-εαρίζω, mit oder zugleich den Frühling zubringen, τινί, Plut. de sol. anim. 1, wo Reiske vermuthet συννεαρίζω.
-
58 συν-ενόω
συν-ενόω, mit, zugleich vereinigen; bei Pol. 2, 14, 1 f. L.; συνήνωταί τινι, S. Emp. pyrrh. 3, 43.
-
59 συν-εκ-πράσσω
συν-εκ-πράσσω, att. - ττω, ion. συνεκπρήσσω, mit od. zugleich einfordern, u. med. für sich eintreiben; daher = Einem Etwas bestrafen helfen, Her. 7, 169, τινί τι.
-
60 συν-εκ-πικραίνω
συν-εκ-πικραίνω, mit oder zugleich bitter machen, erbittern, Plut. tranq. an. 7, pass., τινί.
См. также в других словарях:
συν — σύν ΝΜΑ, και ξὺν και βοιωτ. τ. σούν Α (κύρια μονοσύλλαβη πρόθεση, στη νεοελλ. κυρίως σε λόγια χρήση, η οποία συντάσσεται με δοτική) 1. μαζί, από κοινού (α. «συν γυναιξί και τέκνοις» β. «ἐπαιδεύετο σὺν τῷ ἀδελφῷ», Ξεν.) 2. με τη βοήθεια (α. «συν… … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω … Dictionary of Greek
OECUS — apud Vitruvium, l. 6. c. 6. Graeca vox, Οἶκος, vulgo domus: Iosepho l. 15. Regnum seu Tetrarchia est, ibi enim legimus, ὁ οἶκος τοῦ Λυσανίου quod idem est, ac Lysaniae Tetrarchiae vel Abilenae, ut appellat Euangelista Lucas c. 3. v. 1. Vide supra … Hofmann J. Lexicon universale
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
συνδοκώ — έω, ΜΑ και αττ. τ. ξυνδοκῶ, έω, Α θεωρώ κάτι επίσης καλό ή εύλογο αρχ. 1. (συν. ως τριτοπρόσ.) συνδοκεῑ (μοι) μού φαίνεται επίσης σωστό, καλό, αρέσει και σε εμένα επίσης ή, ακόμη, τό εγκρίνω και εγώ επίσης 2. πιθ. νομίζω, θαρρώ 3. (το ουδ. πληθ.… … Dictionary of Greek
μνηστεύω — (ΑΜ μνηστεύω Α δωρ. τ. μναστεύω) [μνηστός] δεσμεύω δύο άτομα διαφορετικού φύλου με αμοιβαία υπόσχεση γάμου, αρραβωνιάζω (α. «αύριο, μνηστεύω την κόρη μου» β. «ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τῇ μεμνηστευμένη αὐτῷ γυναικί», ΚΔ) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ … Dictionary of Greek
συναρτώ — συναρτῶ, άω, ΝΜΑ συνάπτω, συνδέω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους νεοελλ. 1. μτφ. συσχετίζω με βάση τη λογική ή συνδέω αμοιβαία, αλληλεξαρτώ 2. παθ. συναρτώμαι α) είμαι, βρίσκομαι σε συνάρτηση με κάτι β) εξαρτώμαι από κάτι αρχ. 1. έχω το… … Dictionary of Greek
σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… … Dictionary of Greek
υπογράφω — ὑπογράφω ΝΜΑ [γράφω] 1. γράφω με το ίδιο μου το χέρι το όνομά μου στο τέλος κειμένου ή εγγράφου, βάζω την υπογραφή μου (α. «πρέπει να υπογράψω όλα τα έγγραφα σήμερα» β. «Κύριλλος ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ὑπέγραψα», Σύν. Εφ. γ. «ὁ δεῑνα ὑπέγραψα… … Dictionary of Greek
συσπειρώ — (I) άω, ΜΑ 1. συστέλλω, συμμαζεύω («ἡ γαστὴρ συναγαγοῡσα... ἑαυτὴν καὶ συσπειράσασα», Γαλ.) 2. συναθροίζω πολλούς γύρω από κάποιον ή από κάτι («περὶ τὸν βασιλέα συνεσπειραμέναι», Αριστοτ.) 3. κάνω ένα κουβάρι, κουλουριάζω, κουβαριάζω («ἔν τινι… … Dictionary of Greek