-
81 συν-ανα-τρίβω
συν-ανα-τρίβω, mit od. zugleich daran reiben. – Pass. τινί, mit Einem umgehen, Plut.
-
82 συν-δια-φυλάσσω
συν-δια-φυλάσσω, mit od. zugleich bewachen, bewahren; Lycurg. 143; τινὶ τὴν ἀρχήν, Pol. 7, 3, 7. 31, 19, 11; Plut.
-
83 συν-δια-φέρω
συν-δια-φέρω (s. φέρω), mit od. zugleich durch- od. darübertragen, od. bis zu Ende ertragen, aushalten; πολλὰ γὰρ δὴ πράγματα ξυνδιήνεγκαν μεϑ' ἡμῶν, εἰςβολάς τε καὶ μάχας, Ar. Equ. 594; dah. συνδιαφέρειν τινὶ τὸν πόλεμον, den Krieg bis zu Ende ertragen helfen, Her. 1, 18. 5, 79. 99; – mit austragen, verbreiten, ein Gerücht, Sp.
-
84 συν-δια-νοέομαι
συν-δια-νοέομαι, dep. pass., mit oder zugleich überlegen, berathschlagen; τινὶ περί τινος, Pol. 2, 54, 14 u. öfter; συνδιανοηϑῆναι, πῶς ἄν –, 31, 20, 7; u. Sp.
-
85 συν-δι-οικέω
συν-δι-οικέω, mit od. zugleich verwalten, anordnen, τινί, mit Einem; Is. 7, 9; Dem. 24, 160.
-
86 συν-δι-ημερεύω
συν-δι-ημερεύω, einen Tag mit einem Andern zu gleich, zusammen zubringen, verleben, τινί; Xen. Conv. 4, 44; Arist. rhet. 2, 4; Sp., wie Luc. Amor. 4; τοῖς ὴλικιώταις, Plut. Lycurg. 15.
-
87 συν-δέομαι
συν-δέομαι (s. δέομαι), mit od. zugleich bedürfen, bitten; τινί, mit Einem, Plat. Parm. 136 e; μετὰ Θεοδότου συνεδεήϑην σοῠ μὴ ποιεῖν ταῦτα, Ep. III, 318 c; Sp., wie Plut. Demetr. 51.
-
88 συν-αλγέω
συν-αλγέω, mit oder zugleich Schmerz haben, empfinden, mit leiden; ταῖς σαῖς δὲ τύχαις, ἴσϑι, συναλγῶ, Aesch. Prom. 288; Soph. Ai. 276; πεφόβημαι λιϑόλευστον Ἄρη ξυναλγεῖν μετὰ τοῠδε τυπείς, 248; Eur. Alc. 636 und öfter; Antipho 3 β 8; πᾶσα ἡ κοινωνία ἅμα ξυνήλγησε μέρους πονήσαντος ὅλη, Plat. Rep. V, 462 d. Auch = Mitleid haben, bezeigen, τινί, Plut. consol. ad Apoll. i. A.
-
89 συν-αίτιος
συν-αίτιος, auch 3 Endgn, Mitursache, mit bewirkend, ἡ ξυναιτία φόνου, Aesch. Ag. 1087, τινι τινος, πόλις συναιτία, Isocr. 5, 33, wenn man dies nicht als subst. συναιτία betrachten will; Plat. vrbdt δοξάζεται δὲ ὑπὸ τῶν πλείστων οὐ ξυναίτια, ἀλλ' αἴτια εἶναι τῶν πάντων, Tim. 46 d, wie οὐκ αἰτίων ὄντων τῶν κακῶν, ἀλλ' ἴσως συναιτίων, Gorg. 519 b, vgl. Polit. 287 b; συναιτίας οὔσας 281 c; aber πάσας ξυναιτίους εἴπωμεν ib. e, τῶν ἀγαϑῶν ὤν, Xen. Cyr. 5, 5, 33.
-
90 συν-θριαμβεύω
συν-θριαμβεύω, mit triumphiren, τινὶ ἀπό τινος, Plut. Mar. 44 Lucull. 36.
-
91 συν-ουσιόω
συν-ουσιόω, wesentlich womit verbinden, vereinigen, u. pass. dem Wesen von Etwas entsprechen, τινί, Sp., wie Alex. Aphrod.
-
92 συν-οικειόω
συν-οικειόω, mit, zugleich, zusammen häuslich, heimisch, verwandt od. vertraut machen, in nahe Verbindung bringen, zueignen, befreunden, geneigt machen; οἱ συνοικειοῦντες τὸν ἄνδρα τῷ ἀνδρί, Plut. Num. 8; ᾡ ϑεῷ μάλιστα συνεξομοιῶν καὶ συνοικειῶν ἑαυτὸν διετέλεσε, mit dem er immer die meiste Aehnlichkeit und Verwandtschaft haben wollte, Anton. 76; u. pass., ἡδονὴ μάλιστα δοκεῖ συνῳκειῶσϑαι τῷ γένει ἡμῶν, Arist. eth. 10, 1; τὰ ἤϑη συνῳκειοῠντο τῷ ζήλῳ τῶν καλῶν, Plut. Lyc. 4, sie wurden vertrau't, gerührt davon; Ἀχιλλέως δόξαν αὑτῷ δι' ἀρετὴν μᾶλλον ἢ κατὰ γένος συνοικειοῦσϑαι, Pyrrh. 7, den Ruhm sich mehr durch eigenes Verdienst, als nach der Verwandtschaft aneignen; τοῖς ὅλοις συνοικειοῠσϑαί τινι, sich innig mit Einem, bes. durch Heirath verbinden, Pol. 22, 3, 8, der auch συνοικειοῠν τὰ ἀγνοούμενα τοῖς γνωριζομένοις verbindet, 5, 21, 5, das Unbekannte durch das Bekannte verständlich machen; τὰ σώματα ταῖς ὥραις ἑκάσταις, daran gewöhnen, Luc. Gymn. 24.
-
93 συν-οικέω
συν-οικέω, zusammenwohnen, -leben; Hom. ep. 15, 15; τινί, wie Aesch. πατροκτονοῦσα γὰρ ξυνοικήσεις ἐμοί, Ch. 896; Soph. Tr. 541 O. R. 57; u. übertr., zusammen, verbunden sein, γῆρας, ἵνα πρόπαντα κακὰ κακῶν ξυνοικεῖ, O. C. 1240; vgl. μυρίον ἄχϑος, ᾡ ξυνοικεῖ, Phil. 1153; auch vom eng anschließenden Gewande, Tr. 1044; ἂν ἡμῖν εὖ πόσις ξυνοικῇ, Eur. Med. 242, wie ἄλλῃ ξυνοικεῖ πόσις συνεύνῳ, 1001, u. öfter; Ar. Plut. 437; übrtr., μὴ συνοικοίην φόβῳ, Eur. Heracl. 996; Thuc. 2, 68; bei Her. bes. Zusammenleben von Mann u. Frau, ἀνδρί, δούλῳ, γυναικί, δεσποίνῃ, 1, 37. 91. 93. 108. 173 u. oft; τουτέων συνοικησάντων γίνεται Κλεισϑένης, 6, 131, aus dieser Ehe; vgl. noch ἐγώ τοι δίδωμι τὴν ϑυγατέρα τὴν ἐμήν· ταύτῃ συνοίκεε, 9, 111; γυναῖκες ἀνδράσιν ἐκλεκτέαι συνοικεῖν, Plat. Rep. V, 456 b; ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφὰς δώσει ὁ νόμος συνοικεῖν, 461 e; ταῖς γυναιξίν, Xen. Cyr. 4, 4, 10; auch übertr., κακῷ, Plat. Menex. 246 e; ἀμαϑίᾳ, Alc. I, 118 b; u. umgekehrt, ᾑ δ' ἂν ξυνοικίᾳ μήτε πλοῠτος ξυνοικῇ μήτε πενία, Legg. III, 679 d; u. so bes. von schlimmen Dingen, κακῷ, φόβῳ, λύπῃ, s. Jac. Ach. Tat. 423. – Transit., zusammen bewohnen, Κυρηναίοισι Λιβύην, Her. 4, 159; dah. pass., τοῦτο πᾶν συνῳκεῖτο ὑπὸ πολλῶν οἰκήσεων, Plat. Critia 117 e; συνοικουμένη χώρα, Xen. Lac. 4, 8; Plut. Num. 15.
-
94 συν-οικίζω
συν-οικίζω, Einen mit einem Andern in einen Wohnort od. in ein Wohnhaus zusammenbringen, wie es Theseus mit den zerstreu't wohnenden Menschen in Attika machte, Thuc. 2, 15; οὔτε ξυνοικισϑείσης πόλεως, im Ggstz von κατὰ κώμας οἰκισϑείσης, 1, 10, u. oft; vgl. Dem. οὔπω Χαλκιδέων εἰς ἓν συνῳκισμένων, 19, 264; οἰκήτορας, die Bewohner eines Landes zu einer Gemeinde vereinigen, überh. mit Andern gründen, ἔδεισα, μὴ Τροίαν ξυνοικίσῃ πάλιν, Eur. Hec. 1139; Thuc. 6, 5 u. A.; bes. auch eine Colonie anlegen, εἰς ἣν τὰς ἐκ τῆς χερσονήσου πόλεις συνῴκισε, wohin er als Colonieen versetzte, D. Sic. 19, 52; u. wiederherstellen, Pol. 2, 557. 4, 25, 4; – συνοικίζειν τὴν ϑυγατέρα τινί, Einem seine Tochter zur Ehe geben, Her. 2, 191; ὅταν οἱ φύλακες συνοικίζωσι νύμφας νυμφίοις παρὰ καιρόν, Plat. Rep. VIII, 546 d; vgl. Soph. 242 d; Sp., wie Pol. 10, 19, 6, u. öfter; Anton. Lib. 1; Ael. V. H. 8, 9.
-
95 συν-ομηρεύω
συν-ομηρεύω, mit od. zugleich Geisel sein, Pol. 21, 9, 9, ἅμα τινί
-
96 συν-ομοιο-παθέω
συν-ομοιο-παθέω, mit leiden, dieselbe Empfindung, dieselbe Leidenschaft mit Einem haben, τινί, Arist. rhet. 3, 7.
-
97 συν-ομο-λογέω
συν-ομο-λογέω, auch als dep. med., zugleich, zusammen, ebenfalls sagen, übereinstimmen mit Einem, τινί; Her. 2, 55; Thuc. 1, 133; περὶ δικαιοσύνης πάντες πως ξυνομολογοῦμεν πάντα εἶναι ταῦτα καλά, Plat. Legg. IX, 859 d; zugestehen, zugeben, ἀνάγκη καὶ τοῦτο συνομολογεῖν, Gorg. 504 b, u. oft in den Gesprächen; auch übereinkommen mit Einem über Etwas, pass., συνωμολογημένον ἡμῖν κεῖται, Phil. 41 d, es ist ausgemacht und zugegeben von uns, wir sind darüber einig, u. med., Euthyd. 280 a u. öfter; versprechen, Xen. Cyr. 5, 3, 15; αἱ συνϑῆκαι αἱ συνωμολογημέναι ὑπὸ Λουτατίου, Pol. 2, 21, 2.
-
98 συν-θνήσκω
συν-θνήσκω (s. ϑνήσκω), mit od. zugleich sterben, τινί. Aesch. Ag. 793 Ch. 973: Soph. O. C. 1687 u. öfter; auch übertr., οὐ γὰρ εὐσέβεια συνϑνήσκει βροτοῖς, Phil. 1429; Eur. Hel. 1418 u. öfter; in späterer Prosa, wie Luc. Mort. D. 27, 3.
-
99 συν-ομῑλέω
συν-ομῑλέω, mit, zugleich umgehen, τινί, mit Einem, N. T.
-
100 συν-θήκη
συν-θήκη, ἡ, Zusammensetzung, bes. stylistische Composition, Rhett. – Gew. Uebereinkunft, Vertrag, Aesch. Ch. 548; συνϑήκας ποιεῖσϑαί τινι, Ar. Pax 1030; Thuc. 5, 31. 8, 36; συνϑήκας ποιεῖσϑαι πρός τινα, Lys. 3, 22; ξυνϑήκας τὰς πρὸς ἡμᾶς παραβάς, Plat. Crit. 54 c; καὶ ὁμολογία, Crat. 384 d; ἐκ συνϑήκης, wie κατὰ συνϑήκην, nach der Verabredung, Legg. IX, 879 a Theaet. 183 c u. Folgde, wie Pol. oft.
См. также в других словарях:
συν — σύν ΝΜΑ, και ξὺν και βοιωτ. τ. σούν Α (κύρια μονοσύλλαβη πρόθεση, στη νεοελλ. κυρίως σε λόγια χρήση, η οποία συντάσσεται με δοτική) 1. μαζί, από κοινού (α. «συν γυναιξί και τέκνοις» β. «ἐπαιδεύετο σὺν τῷ ἀδελφῷ», Ξεν.) 2. με τη βοήθεια (α. «συν… … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω … Dictionary of Greek
OECUS — apud Vitruvium, l. 6. c. 6. Graeca vox, Οἶκος, vulgo domus: Iosepho l. 15. Regnum seu Tetrarchia est, ibi enim legimus, ὁ οἶκος τοῦ Λυσανίου quod idem est, ac Lysaniae Tetrarchiae vel Abilenae, ut appellat Euangelista Lucas c. 3. v. 1. Vide supra … Hofmann J. Lexicon universale
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
συνδοκώ — έω, ΜΑ και αττ. τ. ξυνδοκῶ, έω, Α θεωρώ κάτι επίσης καλό ή εύλογο αρχ. 1. (συν. ως τριτοπρόσ.) συνδοκεῑ (μοι) μού φαίνεται επίσης σωστό, καλό, αρέσει και σε εμένα επίσης ή, ακόμη, τό εγκρίνω και εγώ επίσης 2. πιθ. νομίζω, θαρρώ 3. (το ουδ. πληθ.… … Dictionary of Greek
μνηστεύω — (ΑΜ μνηστεύω Α δωρ. τ. μναστεύω) [μνηστός] δεσμεύω δύο άτομα διαφορετικού φύλου με αμοιβαία υπόσχεση γάμου, αρραβωνιάζω (α. «αύριο, μνηστεύω την κόρη μου» β. «ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τῇ μεμνηστευμένη αὐτῷ γυναικί», ΚΔ) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ … Dictionary of Greek
συναρτώ — συναρτῶ, άω, ΝΜΑ συνάπτω, συνδέω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους νεοελλ. 1. μτφ. συσχετίζω με βάση τη λογική ή συνδέω αμοιβαία, αλληλεξαρτώ 2. παθ. συναρτώμαι α) είμαι, βρίσκομαι σε συνάρτηση με κάτι β) εξαρτώμαι από κάτι αρχ. 1. έχω το… … Dictionary of Greek
σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… … Dictionary of Greek
υπογράφω — ὑπογράφω ΝΜΑ [γράφω] 1. γράφω με το ίδιο μου το χέρι το όνομά μου στο τέλος κειμένου ή εγγράφου, βάζω την υπογραφή μου (α. «πρέπει να υπογράψω όλα τα έγγραφα σήμερα» β. «Κύριλλος ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ὑπέγραψα», Σύν. Εφ. γ. «ὁ δεῑνα ὑπέγραψα… … Dictionary of Greek
συσπειρώ — (I) άω, ΜΑ 1. συστέλλω, συμμαζεύω («ἡ γαστὴρ συναγαγοῡσα... ἑαυτὴν καὶ συσπειράσασα», Γαλ.) 2. συναθροίζω πολλούς γύρω από κάποιον ή από κάτι («περὶ τὸν βασιλέα συνεσπειραμέναι», Αριστοτ.) 3. κάνω ένα κουβάρι, κουλουριάζω, κουβαριάζω («ἔν τινι… … Dictionary of Greek