-
21 συν-υπ-ακούω
συν-υπ-ακούω (s. ἀκούω), 1) mit, zugleich gehorchen, folgen; τινί, Pol. 25, 9, 7 u. öfter; πρός τι, in Etwas, 1, 66, 7. – 2) mit verstehen, Theon. progymn. 4 p. 189; Schol. Ap. Rh. p. 76 u. öfter.
-
22 συν-υπο-τίθεμαι
συν-υπο-τίθεμαι (s. τίϑημι), mit annehmen oder voraussetzen, Plat. Ax. 370 a; τινὶ λόγον, an die Hand geben, Plut. Cat. min. 66.
-
23 συν-υπο-κρίνομαι
συν-υπο-κρίνομαι, dep. pass., mit od. zugleich sich verstellen; συνυπεκρίϑη, c. inf., Pol. 3, 52, 6, u. öfter; πρὸς τὸ παρὸν ἁρμοζόμενοι καὶ συνυποκρινόμενοι, 3, 31, 7; τινὶ προςποίημα, Plut. Mir. 14.
-
24 συν-υφ-ίστημι
συν-υφ-ίστημι (s. ἵστημι), mit oder zugleich existiren lassen, u. in den intrans. tempp. mit existiren; S. Emp. pyrrh. 3, 26; ἀμφότερα συνυφέστηκεν ἀλλήλοις, adv. log. 2, 273; auch mit unter- od. übernehmen, συνυφίστασϑαί τινι πάντα, Pol. 4, 32, 7.
-
25 συν-ωφελέω
συν-ωφελέω, mit, zugleich nützen; τινί, Soph. Phil. 859; gew. τινά, Xen. Hem. 3, 5, 16; συνωφελεῖ εἴς τι, es nützt zugleich zu Etwas, An. 3, 2, 27; med., Ggstz συνδιαβάλλεσϑαι, Lys. 12, 93.
-
26 συν-ωμότης
συν-ωμότης, ὁ, der sich mit Einem od. Mehrern durch einen Schwur verbunden hat, der Verschworene; Aesch. Eum. 123; Soph. O. C. 1304; Ar. Equ. 157 u. öfter; Thuc. 6, 57; Plat. Rep. VII, 351 a; gegen Einen, ἐπί τινι, Her. 7, 148; Lys. 12, 43; καὶ κοινωνὸς τῆς τόλμης, Pol. 9, 27, 5.
-
27 συν-όμνῡμι
συν-όμνῡμι (s. ὄμνυμι), auch συνομνύω, mit od. zugleich schwören, sich verschwören; ξυνώμοσαν γὰρ ὄντες ἔχϑιστοι τὸ πρὶν πῠρ καὶ ϑάλασσα, Aesch. Ag. 636; συνώμοσαν μὲν ϑάνατον ἀϑλίῳ πατρί, Ch. 972; auch = simpl., ἅ μοι ξυνώμοσας, πέμψον, Soph. Phil. 1353; ὁτιὴ 'πὶ τῷ δήμῳ ξυνόμνυτον πάλαι, Ar. Equ. 236, weil ihr euch gegen das Volk verschworen; so auch Her. 7, 235; οὐ ξυνώμοσαν, sie leisteten nicht den Eid auf das Bündniß mit, Thuc. 5, 48 u. öfter; συνώμοσαν ἀλλήλοις, Dem. 43, 38, u. öfter; Sp. auch im med., οἱ συνομοσάμενοί τινι, Jemandes Mitverschworene, Plut. Sert. 27.
-
28 συν-απο-θνήσκω
συν-απο-θνήσκω (s. ϑνήσκω), mit od. zugleich sterben, τινί, Her. 3, 16. 5, 47. 7, 222; ὡς τοῠ ἀποϑανόντος οὐ συναποϑνήσκει ἡ ψυχή, Plat. Phaed. 88 d; Xen. u. Sp., wie z. B. Plut. animi an corp. 2.
-
29 συν-αρμόζω
συν-αρμόζω, att. συναρμόττω, zusammenfügen, -passen, verbinden, vereinigen; Λυγκεῖ φρενῶν καρπὸν εὐϑείᾳ συνάρμοξεν δίκᾳ, Pind. N. 10, 12; πάντας ἤδη τόδ' ἔργον εὐχερείᾳ συναρμόσει βροτούς, Aesch. Eum. 471; ξυνάρμοσον βλέφαρά μου τῇ σῇ χερί, Eur. Phoen. 1460; u. in Prosa: ξυναρμόττων τοὺς πολίτας πειϑοῖ τε καὶ ἀνάγκῃ, Plat. Rep. VII, 519 e; συναρμόσας ἀπὸ τοῦ ϑεῖν καὶ ἅλλεσϑαι τὸ ὄνομα, Crat. 414 b; οἱ ξυναρμοσϑέντες δεσμοί, Tim. 81 d; u. med., τὰ διαφέροντα κάλλει σωμάτων γένη συναρμόσασϑαι, Tim. 53 e; συναρμόξατο, Tim. Locr. 99 a; Thuc. 4, 100; συναρμοσϑέντες κατὰ τοῠτον τὸν τρόπον, Pol. 1, 26, 16. – Von Künstlern, die aus angemessener Verbindung der Theile ein schönes Ganzes bilden, bes. vom Tonkünstler, componiren, Sp. – Intrans., zusammenpassen, angemessen sein, übereinstimmen, mit Einem, τινί, οὐδὲ ξυναρμόττουσιν Mem. 2, 6, 24; συναρμόζουσαι γυναῖκες, Xen. Cyr. 7, 5, 60; Sp., wie Luc. hist. conscr. 55.
-
30 συν-αριστεύω
συν-αριστεύω, mit od. zugleich brav od. tapfer sein, ἅμα τινί, Eur. Troad. 803.
-
31 συν-αρκέομαι
συν-αρκέομαι (s. ἀρκέω), sich's mit gefallen lassen, dulden mit Einem, τινί, Theophr. char. 3 E.
-
32 συν-ασχάλλω
συν-ασχάλλω, mit od. zugleich traurig, unwillig oder zornig werden, τινί, über Etwas.
-
33 συν-α-σεβέω
συν-α-σεβέω, mit, zugleich gottlos sein, mit freveln, τινί, Antipho 4 α 3.
-
34 συν-α-τυχέω
συν-α-τυχέω, mit od. zugleich unglücklich sein; μετά τινος, Lycurg. 131; τινί, Plut. Agis 17.
-
35 συν-αυξάνω
συν-αυξάνω (s. αὐξάνω), mit od. zugleich vermehren, vergrößern; τὴν ἀρχήν τινι, Xen. Cyr. 8, 3, 21; τὰς δυνάμεις, Pol. 10, 35, 5; συναυξῆσαι καὶ ἐκτραγῳδῆσαι τὰς ἐπιτυχίας, ausschmücken u. vergrößern, 6, 15, 7; Plut. Philop. 1. – Pass. mit, zusammen wachsen, groß werden, Dem. 8, 72.
-
36 συν-επ-ερείδω
συν-επ-ερείδω, mit, zugleich darauf stämmen, stützen; πληγήν, Plut. Brut. 52; ὑπόνοιάν τινι, Caes. 8. – Auch intrans., sich dagegen stämmen, συνεπερείσας τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου, Plut. Marcell. 7, er legte sich mit der ganzen Macht des angespornten Pferdes gegen ihn.
-
37 συν-επ-ερίζω
συν-επ-ερίζω, womit wetteifern, τινί, Philp. (Paralip. 87. IX, 709), ἁ δὲ τέχνα ποταμῷ συνεπήρικεν.
-
38 συν-επι-γράφω
συν-επι-γράφω, mit darauf schreiben, – mit zuschreiben, beimessen, τινί τι, Plut. reip. ger. praec. 20.
-
39 συν-επι-μαρτυρέω
συν-επι-μαρτυρέω, mit, zugleich bezeugen; Arist. de mundo 6; τινί, Pol. 26, 9, 4; Plut.
-
40 συν-επι-δίδωμι
συν-επι-δίδωμι (s. δίδωμι), mit, zugleich freiwillig hergeben; ἑαυτόν τινι, Pol. 32, 10, 5; εἴς τι, wozu beistehen, 32, 21, 10; – intrans., zugleich zunehmen, D. Hal. u. Sp.
См. также в других словарях:
συν — σύν ΝΜΑ, και ξὺν και βοιωτ. τ. σούν Α (κύρια μονοσύλλαβη πρόθεση, στη νεοελλ. κυρίως σε λόγια χρήση, η οποία συντάσσεται με δοτική) 1. μαζί, από κοινού (α. «συν γυναιξί και τέκνοις» β. «ἐπαιδεύετο σὺν τῷ ἀδελφῷ», Ξεν.) 2. με τη βοήθεια (α. «συν… … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω … Dictionary of Greek
OECUS — apud Vitruvium, l. 6. c. 6. Graeca vox, Οἶκος, vulgo domus: Iosepho l. 15. Regnum seu Tetrarchia est, ibi enim legimus, ὁ οἶκος τοῦ Λυσανίου quod idem est, ac Lysaniae Tetrarchiae vel Abilenae, ut appellat Euangelista Lucas c. 3. v. 1. Vide supra … Hofmann J. Lexicon universale
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
συνδοκώ — έω, ΜΑ και αττ. τ. ξυνδοκῶ, έω, Α θεωρώ κάτι επίσης καλό ή εύλογο αρχ. 1. (συν. ως τριτοπρόσ.) συνδοκεῑ (μοι) μού φαίνεται επίσης σωστό, καλό, αρέσει και σε εμένα επίσης ή, ακόμη, τό εγκρίνω και εγώ επίσης 2. πιθ. νομίζω, θαρρώ 3. (το ουδ. πληθ.… … Dictionary of Greek
μνηστεύω — (ΑΜ μνηστεύω Α δωρ. τ. μναστεύω) [μνηστός] δεσμεύω δύο άτομα διαφορετικού φύλου με αμοιβαία υπόσχεση γάμου, αρραβωνιάζω (α. «αύριο, μνηστεύω την κόρη μου» β. «ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τῇ μεμνηστευμένη αὐτῷ γυναικί», ΚΔ) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ … Dictionary of Greek
συναρτώ — συναρτῶ, άω, ΝΜΑ συνάπτω, συνδέω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους νεοελλ. 1. μτφ. συσχετίζω με βάση τη λογική ή συνδέω αμοιβαία, αλληλεξαρτώ 2. παθ. συναρτώμαι α) είμαι, βρίσκομαι σε συνάρτηση με κάτι β) εξαρτώμαι από κάτι αρχ. 1. έχω το… … Dictionary of Greek
σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… … Dictionary of Greek
υπογράφω — ὑπογράφω ΝΜΑ [γράφω] 1. γράφω με το ίδιο μου το χέρι το όνομά μου στο τέλος κειμένου ή εγγράφου, βάζω την υπογραφή μου (α. «πρέπει να υπογράψω όλα τα έγγραφα σήμερα» β. «Κύριλλος ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ὑπέγραψα», Σύν. Εφ. γ. «ὁ δεῑνα ὑπέγραψα… … Dictionary of Greek
συσπειρώ — (I) άω, ΜΑ 1. συστέλλω, συμμαζεύω («ἡ γαστὴρ συναγαγοῡσα... ἑαυτὴν καὶ συσπειράσασα», Γαλ.) 2. συναθροίζω πολλούς γύρω από κάποιον ή από κάτι («περὶ τὸν βασιλέα συνεσπειραμέναι», Αριστοτ.) 3. κάνω ένα κουβάρι, κουλουριάζω, κουβαριάζω («ἔν τινι… … Dictionary of Greek