-
1 συν-εφ-άπτομαι
συν-εφ-άπτομαι, ion. συνεπάπτομαι, mit oder zugleich anfassen, Hand anlegen, beistehen; σπουδᾷ, Pind. Ol. 11, 97; zugleich mit Einem den Feind angreifen, τινί τινος, Her. 7, 158; τῆς στρατείας, τοῦ πολέμου, Plut. Timol. 8 Aem. Paull. 13; auch in der Rede, conj. praec. A.; u. öfter Luc., z. B. amor. 6.
См. также в других словарях:
συνεπάπτομαι — Α ιων. τ. βλ. συνεφάπτομαι … Dictionary of Greek
συνεφάπτομαι — ΝΑ, και ιων. τ. συνεπάπτομαι Α [ἐφάπτομαι] νεοελλ. (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. συνεφαπτομένη αρχ. 1. αγγίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο («τῇ χειρὶ συνεφάπτεσθαι τοῡ ξίφους», Πλούτ.) 2. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου μαζί με άλλον 3. (για πράγμ … Dictionary of Greek