-
41 συνθέτην
σύνθετοςput together: fem acc sg (attic epic ionic)συνθέτηςcomposer: masc acc sg (attic epic ionic) -
42 συνθέτης
σύνθετοςput together: fem gen sg (attic epic ionic)συνθέτηςcomposer: masc nom sg -
43 σύνθεται
σύνθετοςput together: fem nom /voc plσυντίθημιplace: aor subj mid 3rd sg (epic) -
44 συνθετωτέρα
συνθετωτέρᾱ, σύνθετοςput together: fem nom /voc /acc comp dualσυνθετωτέρᾱ, σύνθετοςput together: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic)συνθετωτέρᾱ, σύνθετοςput together: fem nom /voc /acc comp dualσυνθετωτέρᾱ, σύνθετοςput together: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
45 συνθετωτέρας
συνθετωτέρᾱς, σύνθετοςput together: fem acc comp plσυνθετωτέρᾱς, σύνθετοςput together: fem gen comp sg (attic doric aeolic)συνθετωτέρᾱς, σύνθετοςput together: fem acc comp plσυνθετωτέρᾱς, σύνθετοςput together: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
46 блок
I.1.(механизм в форме колеса с жёлобом по окружности) о τρόχιλος, ο μακα-ράς, η τροχαλία* вертлюжный - στρεπτός -верхний - талей оттяжки мор. άνω - αντη-ρίδων2. (узел машины) το συγκρότημα ή μέρος της μηχανήςрезервный - см. запасной -3. стр. о ογκόλιθοςдоковый мор. - βάθρωνскуловой мор. - στα κυρτά μέρη της γάστραςII.(объединение партий, государств и т.д.) о συνασπισμός, η ένωση, το μπλοκ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > блок
-
47 сложный
сложный σύνθετος, πολύπλοκός; δύσκολος (трудный) ело) и м 1) το στρώμα; το φύλλο; η κρούστα (теста ) 2) мн.: \сложныйй (общества ) τα (κοινωνικά) στρώματα* * *σύνθετος, πολύπλοκος; δύσκολος ( трудный) -
48 ξύνθετα
σύνθετα, σύνθετοςput together: neut nom /voc /acc plσύνθετα, σύνθετοςput together: neut nom /voc /acc pl -
49 συνθετωτέραν
συνθετωτέρᾱν, σύνθετοςput together: fem acc comp sg (attic doric aeolic)συνθετωτέρᾱν, σύνθετοςput together: fem acc comp sg (attic doric aeolic) -
50 συνθετών
σύνθετοςput together: fem gen plσύνθετοςput together: masc /neut gen plσυνθέτηςcomposer: masc gen pl -
51 συνθετῶν
σύνθετοςput together: fem gen plσύνθετοςput together: masc /neut gen plσυνθέτηςcomposer: masc gen pl -
52 συνθέτας
συνθέτᾱς, σύνθετοςput together: fem acc plσυνθέτᾱς, σύνθετοςput together: fem gen sg (doric aeolic)συνθέτᾱς, συνθέτηςcomposer: masc acc plσυνθέτᾱς, συνθέτηςcomposer: masc nom sg (epic doric aeolic) -
53 συνθέτωι
συνθέτῳ, σύνθετοςput together: masc /neut dat sgσυνθέτῳ, σύνθετοςput together: masc /fem /neut dat sg -
54 σύν-θετος
σύν-θετος, zusammengesetzt, ἔκ τινων, Plat. Phil. 29 e; τῷ συντεϑέντι τε καὶ συνϑέτῳ ὄντι φύσει, Phaed. 78 b, u. öfter, wie Folgde. – Dah. erdichtet, λόγοι, Aesch. Prom. 689, wie Plat. σύνϑετον καὶ πλαστόν vrbdt, Soph. 219 a; – verabredet, ἐκ συνϑέτου, verabredetermaßen, Her. 3, 86; – συνϑετός, was sich zusammensetzen läßt, Arist. poet. 20, 8.
-
55 δι-αιρετός
δι-αιρετός, getrennt; Ggstz σύνϑετος, Xen. Cyr. 4, 3, 20; vgl. Soph. Tt. 163; – trennbar, theilbar; Ggstz συνεχές, Arist.; πλοῖα, auseinander zu nehmen, D. Sic. 2, 16; – zu erklären, λόγῳ Thuc. 1, 84.
-
56 ὁλό-σχιστος
ὁλό-σχιστος, ganz gespalten, Ggstz von σύνϑετος, περικαλύμματα, Plat. Polit. 279 d.
-
57 ασυνθετος
староатт. ἀξύνθετος 21) не составной, несложный, простой Plat., Arst.2) ненадежный, вероломный(ὄχλος Dem.)
-
58 ευσυνθετος
-
59 κακοσυνθετος
-
60 παρασυνθετος
См. также в других словарях:
σύνθετος — put together masc nom sg σύνθετος put together masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθετός — σύνθετος put together masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνθετος — η, ο / σύνθετος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύνθετος, ον και τ. θηλ. συνθετὴ ή συνθέτη Α [συντίθημι] 1. αυτός που έχει συγκροτηθεί από πολλά επιμέρους τμήματα ή στοιχεία αρμονικά ενωμένα, ο πολυμερής (α. «σύνθετη λέξη» λέξη που απαρτίζεται από δύο ή… … Dictionary of Greek
σύνθετος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που αποτελείται από πολλά μέρη: Η λέξη «δύσκολος» είναι σύνθετη. 2. πολύπλοκος: Το πρόβλημα είναι σύνθετο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σύνθετος ρυθμός — (ordo compositus). Αρχιτεκτονικός ρυθμός του 1ου αι. μ.Χ., που τον χρησιμοποίησαν ιδιαίτερα οι αρχιτέκτονες της Αναγέννησης, και μάλιστα στον 16o αι. θιασώτες του ρυθμού αυτού ήταν οι Βινιόλα και Παλάντιο στην Ιταλία και ο Ντελόρμ στη Γαλλία. Ο σ … Dictionary of Greek
συνθετώτερον — σύνθετος put together adverbial comp σύνθετος put together masc acc comp sg σύνθετος put together neut nom/voc/acc comp sg σύνθετος put together masc acc comp sg σύνθετος put together neut nom/voc/acc comp sg σύνθετος put together adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθετωτέραις — σύνθετος put together fem dat comp pl συνθετωτέρᾱͅς , σύνθετος put together fem dat comp pl (attic) σύνθετος put together fem dat comp pl συνθετωτέρᾱͅς , σύνθετος put together fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθετωτέρων — σύνθετος put together fem gen comp pl σύνθετος put together masc/neut gen comp pl σύνθετος put together fem gen comp pl σύνθετος put together masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθετώτατα — σύνθετος put together adverbial superl σύνθετος put together neut nom/voc/acc superl pl σύνθετος put together adverbial superl σύνθετος put together neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθέτω — σύνθετος put together masc/neut nom/voc/acc dual σύνθετος put together masc/neut gen sg (doric aeolic) σύνθετος put together masc/fem/neut nom/voc/acc dual σύνθετος put together masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) συνθέτης composer masc gen sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθέτως — σύνθετος put together adverbial σύνθετος put together masc acc pl (doric) σύνθετος put together adverbial σύνθετος put together masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)