Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κακοσύνθετος

См. также в других словарях:

  • κακοσύνθετος — ill composed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοσύνθετος — η, ο (Α κακοσύνθετος, ον) 1. (για ρητ. λόγους) αυτός που έχει συντεθεί άσχημα («κακοσύνθετα ἔπη», Λουκιαν.) 2. αυτός που έχει τεθεί ή συναρμολογηθεί άσχημα …   Dictionary of Greek

  • κακοσυνθέτως — κακοσύνθετος ill composed adverbial κακοσύνθετος ill composed masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοσύνθετον — κακοσύνθετος ill composed masc/fem acc sg κακοσύνθετος ill composed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοσυνθέτῳ — κακοσύνθετος ill composed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοσύνθετα — κακοσύνθετος ill composed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»