Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παρασύνθετος

См. также в других словарях:

  • παρασύνθετος — formed from a compound masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασύνθετος — η, ο / παρασύνθετος, ον, ΝΜΑ αυτός που παράγεται, που σχηματίζεται από σύνθετη λέξη («το ρ. αποστατώ είναι παρασύνθετο, επειδή παράγεται από τη σύνθετη λέξη αποστάτης») νεοελλ. 1. αυτός που παράγεται από δύο ή περισσότερες λέξεις που… …   Dictionary of Greek

  • παρασύνθετος — η, ο αυτός που παράγεται από σύνθετη λέξη: Το ρήμα αδικώ είναι παρασύνθετη λέξη, γιατί παράγεται από τη σύνθετη άδικος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρασύνθετον — παρασύνθετος formed from a compound masc/fem acc sg παρασύνθετος formed from a compound neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασυνθέτοις — παρασύνθετος formed from a compound masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασυνθέτου — παρασύνθετος formed from a compound masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασυνθέτων — παρασύνθετος formed from a compound masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασύνθετα — παρασύνθετος formed from a compound neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασύνθετοι — παρασύνθετος formed from a compound masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

  • ՅԱՐԱԲԱՐԴ — ( ) NBH 2 0340 Chronological Sequence: 6c, 10c ա. Կից ընդ այլում բարդեալ. յիրերաց վերայ դիզեալ շարունակութեամբ. *կարկառք լեռնակոյտք ջրոցն անբաւութեանց, որ յարաբարդ բարդմամբ խտացեալք. Անան. եկեղ.: ՅԱՐԱԲԱՐԴ. Ըստ քերականաց. παρασύνθετος decompositus …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»