-
1 σύνθετος
σύν-θετος, zusammengesetzt. Dah. erdichtet; verabredet, ἐκ συνϑέτου, verabredetermaßen; συνϑετός, was sich zusammensetzen läßt -
2 σύν-θετος
σύν-θετος, zusammengesetzt, ἔκ τινων, Plat. Phil. 29 e; τῷ συντεϑέντι τε καὶ συνϑέτῳ ὄντι φύσει, Phaed. 78 b, u. öfter, wie Folgde. – Dah. erdichtet, λόγοι, Aesch. Prom. 689, wie Plat. σύνϑετον καὶ πλαστόν vrbdt, Soph. 219 a; – verabredet, ἐκ συνϑέτου, verabredetermaßen, Her. 3, 86; – συνϑετός, was sich zusammensetzen läßt, Arist. poet. 20, 8.
-
3 δι-αιρετός
δι-αιρετός, getrennt; Ggstz σύνϑετος, Xen. Cyr. 4, 3, 20; vgl. Soph. Tt. 163; – trennbar, theilbar; Ggstz συνεχές, Arist.; πλοῖα, auseinander zu nehmen, D. Sic. 2, 16; – zu erklären, λόγῳ Thuc. 1, 84.
-
4 ὁλό-σχιστος
ὁλό-σχιστος, ganz gespalten, Ggstz von σύνϑετος, περικαλύμματα, Plat. Polit. 279 d.
-
5 διαιρετός
δι-αιρετός, getrennt; Ggstz σύνϑετος; trennbar, teilbar; Ggstz συνεχές; πλοῖα, auseinander zu nehmen; zu erklären -
6 ὁλόσχιστος
ὁλό-σχιστος, ganz gespalten, Ggstz von σύνϑετος
См. также в других словарях:
σύνθετος — put together masc nom sg σύνθετος put together masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθετός — σύνθετος put together masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνθετος — η, ο / σύνθετος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύνθετος, ον και τ. θηλ. συνθετὴ ή συνθέτη Α [συντίθημι] 1. αυτός που έχει συγκροτηθεί από πολλά επιμέρους τμήματα ή στοιχεία αρμονικά ενωμένα, ο πολυμερής (α. «σύνθετη λέξη» λέξη που απαρτίζεται από δύο ή… … Dictionary of Greek
σύνθετος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που αποτελείται από πολλά μέρη: Η λέξη «δύσκολος» είναι σύνθετη. 2. πολύπλοκος: Το πρόβλημα είναι σύνθετο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σύνθετος ρυθμός — (ordo compositus). Αρχιτεκτονικός ρυθμός του 1ου αι. μ.Χ., που τον χρησιμοποίησαν ιδιαίτερα οι αρχιτέκτονες της Αναγέννησης, και μάλιστα στον 16o αι. θιασώτες του ρυθμού αυτού ήταν οι Βινιόλα και Παλάντιο στην Ιταλία και ο Ντελόρμ στη Γαλλία. Ο σ … Dictionary of Greek
συνθετώτερον — σύνθετος put together adverbial comp σύνθετος put together masc acc comp sg σύνθετος put together neut nom/voc/acc comp sg σύνθετος put together masc acc comp sg σύνθετος put together neut nom/voc/acc comp sg σύνθετος put together adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθετωτέραις — σύνθετος put together fem dat comp pl συνθετωτέρᾱͅς , σύνθετος put together fem dat comp pl (attic) σύνθετος put together fem dat comp pl συνθετωτέρᾱͅς , σύνθετος put together fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθετωτέρων — σύνθετος put together fem gen comp pl σύνθετος put together masc/neut gen comp pl σύνθετος put together fem gen comp pl σύνθετος put together masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθετώτατα — σύνθετος put together adverbial superl σύνθετος put together neut nom/voc/acc superl pl σύνθετος put together adverbial superl σύνθετος put together neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθέτω — σύνθετος put together masc/neut nom/voc/acc dual σύνθετος put together masc/neut gen sg (doric aeolic) σύνθετος put together masc/fem/neut nom/voc/acc dual σύνθετος put together masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) συνθέτης composer masc gen sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθέτως — σύνθετος put together adverbial σύνθετος put together masc acc pl (doric) σύνθετος put together adverbial σύνθετος put together masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)