Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

σύνεσιν

См. также в других словарях:

  • συνέσιν — σύν εἴσειμι enter imperf ind act 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνεσιν — σύνεσις uniting fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνεση — η / σύνεσις, έσεως, ΝΜΑ, και ξύνεσις Α [συνίημι] φρόνηση, περίσκεψη, σωφροσύνη βασισμένη στη σωστή κρίση (α. «στην αντιμετώπιση κρίσιμων προβλημάτων έδειξε σύνεση και αποφασιστικότητα» β. «σύνεσις πολιτική», Αριστοτ. γ. «σύνεσις φρενῶν», Πίνδ.)… …   Dictionary of Greek

  • Псалтирь — Разворот Хлудовской псалтыри (9 век) с изображением сочинителя  царя Давида, играющего на арфе (псалтерии) и побеждающего диких животных и врагов Псалтирь, Псалтырь (от …   Википедия

  • επικαλώ — (AM ἐπικαλῶ, έω) μέσ. επικαλούμαι 1. κάνω έκκληση σε κάτι («σύνεσιν καὶ παιδείαν ἐπικαλούμενον», Δημοσθ.) 2. προσκαλώ ως μάρτυρες 3. παθ. παίρνω παρατσούκλι («Ἀριστόδημον τὸν μικρὸν ἐπικαλούμενον», Ξεν.) 4. (μέσ., στον αρχ. και ενεργ.) καλώ σε… …   Dictionary of Greek

  • ταβουλλάριος — Ονομαζόταν τ. από τους Βυζαντινούς ο γραμματοφύλακας ή αρχειοφύλακας. Ο προϊστάμενός τους ονομαζόταν πριμμικήριος των ταβουλλάριων. Ο τ. έπρεπε να είναι ανεπίληπτης διαγωγής, σεμνός στο ήθος και πνευματικά υγιής. Επιπλέον έπρεπε να είναι κάτοχος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»