Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σφρηγίς

См. также в других словарях:

  • σφρηγίς — ίδος, ἡ, Α βλ. σφραγίδα …   Dictionary of Greek

  • σφρηγίς — σφρηγί̱ς , σφραγίς seal fem nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρισφρήγιστος — ον, Α ιων. τ. σφραγισμένος με φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σφρήγιστος, ιων. τ. αντί σφράγιστος (< σφραγιστός < σφραγίζω < σφρᾱγίς / σφρηγίς)] …   Dictionary of Greek

  • σφηρός — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ τοῡ ἱματίου σημεῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. αντί σφρηγίς / σφραγίς] …   Dictionary of Greek

  • σφραγίδα — η / σφραγίς, ίδος, ΝΜΑ, λόγιος τ. σφραγίς Ν, και ιων. τ. σφρηγίς και αιολ. τ. αιτ. σφρᾱγιν Α 1. αντικείμενο από κατεργασμένο λίθο ή από μέταλλο, καουτσούκ ή πλαστικό, το οποίο έχει έγγλυφες ή ανάγλυφες παραστάσεις, γράμματα, λέξεις, φράσεις ή… …   Dictionary of Greek

  • σφραγίς — και ιων. τ. σφρηγίς, ίδος, ἡ, Α βλ. σφραγίδα …   Dictionary of Greek

  • τυπωτής — ο, ΝΜΑ, θηλ. τυπώτρια Ν, θηλ. τυπῶτις, ώτιδος, Α [τυπῶ] νεοελλ. 1. κατασκευαστής μητρών, καλουπιών 2. τεχνίτης ειδικευμένος στην εκτύπωση αρχ. 1. αυτός που προσδίδει μορφή σε κάτι, που τό σχηματίζει, τό διαμορφώνει 2. το θηλ. (με τη λ. σφρηγίς)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»