-
1 σύρτης
A cord for drawing with, rein, Man.5.172, Hsch. -
2 σύρτης
σύρτης, ὁ, Seil, Strick zum Ziehen; in der Mechanik eine Art Kloben, um den ein Seil läuft, Mathem. vett.
-
3 σύρτης
σύρτηςcord for drawing with: masc nom sg -
4 σύρτης
σύρτης, ὁ, Seil, Strick zum Ziehen; in der Mechanik eine Art Kloben, um den ein Seil läuft -
5 σύρτης
ο задвижка, засов; щеколда;μανταλώνω με το σύρτη — запирать на засов;
σύρτης της κλειδαριάς — защёлка
-
6 Σύρτης
Σύρτιςthe Syrtis: fem nom /voc pl (doric aeolic) -
7 σύρτης
[сиртис] ουσ. а. задвижка, засов, запор,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σύρτης
-
8 σύρτης
[сиртис] ουσ α задвижка, засов, запор. -
9 συρτής
sürgü, mandal -
10 σύρτης
verrou -
11 verrou
σύρτης -
12 σύρτην
σύρτηςcord for drawing with: masc acc sg (attic epic ionic) -
13 запор
I запор II м (кишечника ) η δυσκοιλιότητα II запор Ι м (дверной ) η κλειδαριά ο συρτής (задвижка) дверь на \запоре η μανταλωμένη πόρτα* * *I мII мдверь на запо́ре — η μανταλωμένη πόρτα
( кишечника) η δυσκοιλιότητα -
14 задвижка
1. (запорное приспособление для трубопровода) το επιστόμιο, η βάνα (ξεν.)клинкетная - το επιστόμιο, η βάνα2. (засов для двери) о σύρτης, ο μάνδαλος, το μάνταλο. оконная - ο μάνταλος του παραθύρου, предохранительная - ασφαλιστικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > задвижка
-
15 засов
ο σύρτηςη αμπάραдверной - της πόρτας/θύραςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > засов
-
16 защёлка
το άγκιστρο, το ασφάλιστρο, ο σύρτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > защёлка
-
17 ригель
1. тех. η οριζόντια ή κεκλιμένη δοκός 2. (задвижка) о σύρτης (κλείθρου)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ригель
-
18 шпингалет
ο σύρτης, το μάνταλο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шпингалет
-
19 щеколда
ο σύρτηςτο μάνταλοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > щеколда
-
20 задвижка
задвижкаж ὁ σούρτις, ὁ σύρτης/ ὁ μάνδαλος (дверная)/ τό παραθυράκι τής θερμάστρας (печная).
См. также в других словарях:
σύρτης — cord for drawing with masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύρτης — ο, ΝΑ, και σούρτης Ν [σύρω] νεοελλ. 1. μεταλλικό ή ξύλινο μάνταλο θύρας ή παραθύρου το οποίο κινείται παλινδρομικά για την ασφάλιση ή απασφάλισή τους 2. κριάρι που προπορεύεται και οδηγεί το κοπάδι 3. αυλάκι που ανοίγεται σε ορεινές πλαγιές για… … Dictionary of Greek
σύρτης — ο μεταλλικός μοχλός για το κλείσιμο και άνοιγμα της πόρτας, ο μάνταλος: Τράβηξε το σύρτη της εξώπορτας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σύρτης — Σύρτις the Syrtis fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρτῶν — σύρτης cord for drawing with masc gen pl συρτός swept fem gen pl συρτός swept masc/neut gen pl συρτός swept masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύρτην — σύρτης cord for drawing with masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… … Dictionary of Greek
κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… … Dictionary of Greek
γρύλλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους συντρόφους του Οδυσσέα, που μεταμορφώθηκε σε χοίρο από την Κίρκη και αρνήθηκε έπειτα να επιστρέψει στην ανθρώπινη μορφή του. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο πατέρας του Αθηναίου ιστορικού Ξενοφώντα (4ος αι. π … Dictionary of Greek
τριπολίτιδα — Μια από τις 3 επαρχίες της Λιβύης (έκταση 353.000 τ. χλμ., περ. 1.000.000 κάτ.). Πρωτεύουσα της επαρχίας είναι η Τρίπολη. Η Τ. περιλαμβάνει κυρίως ένα ξηρό οροπέδιο, που δέχεται ελάχιστες βροχές. Στα Β βρέχεται από τη Μεσόγειο Θάλασσα, στα ΝΔ… … Dictionary of Greek
Κυρηναϊκή — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της βορειοανατολικής Λιβύης. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και περιλαμβάνεται μεταξύ του κόλπου της Μεγάλης Σύρτης στα ΒΔ και της Μαρμαρικής στα ΒΑ. Ο πληθυσμός της είναι συγκεντρωμένος στη βόρεια ζώνη, η… … Dictionary of Greek