Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

συρτῶν

См. также в других словарях:

  • συρτῶν — σύρτης cord for drawing with masc gen pl συρτός swept fem gen pl συρτός swept masc/neut gen pl συρτός swept masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρτός — Ελληνικός χορός, αρχαίας προέλευσης που υπάρχει και σε διάφορες τοπικές παραλλαγές, ενώ τα βήματά του βρίσκονται στους περισσότερους ελληνικούς χορούς, έτσι ώστε μπορεί να θεωρηθεί ως βάση τους. Το ύφος, η μελωδία και τα βήματα ακόμα των διάφορων …   Dictionary of Greek

  • τριτεπάτι — το, Ν είδος παραδοσιακού χορού που αρχίζει πάντοτε με την εκτέλεση τριών συρτών πατημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + πατώ] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»