-
1 πάν-συρτος
πάν-συρτος, Alles mit sich schleppend, oder von allen Seiten zusammengebracht, geschleppt, Soph. El. 851, πανσύρτῳ πολλῶν δεινῶν τ' ἀχέων αἰῶνι, Schol. τῷ πάντα σύροντι τὰ κακά.
-
2 πάνσυρτος
πάν-συρτος, alles mit sich schleppend, oder von allen Seiten zusammengebracht, geschleppt -
3 πανσυρτος
2досл. отовсюду стянутый, со всех сторон снесенный, перен. переполнивший или переполненныйπ. ἀχέων αἰών Soph. — жизнь, полная мучений
См. также в других словарях:
πάνσυρτος — ον, Α αυτός που σύρει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + συρτός (< σύρω), πρβλ. παλίσ συρτος, χαμαί συρτος] … Dictionary of Greek