-
1 συρτός
συρτόςswept: masc nom sgσυρτόςswept: masc nom sg -
2 συρτός
------------------------------------Aἡ τῶν συρτῶν πάτριος ὄρχησις IG7.2712.66
(Acraephia, i A.D.). -
3 συρτά
συρτόςswept: neut nom /voc /acc plσυρτά̱, συρτόςswept: fem nom /voc /acc dualσυρτά̱, συρτόςswept: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
4 συρτόν
συρτόςswept: masc acc sgσυρτόςswept: neut nom /voc /acc sgσυρτόςswept: masc acc sg -
5 συρτοί
συρτόςswept: masc nom /voc plσυρτόςswept: masc nom /voc pl -
6 συρτήν
συρτόςswept: fem acc sg (attic epic ionic) -
7 συρτών
σύρτηςcord for drawing with: masc gen plσυρτόςswept: fem gen plσυρτόςswept: masc /neut gen plσυρτόςswept: masc gen pl -
8 συρτῶν
σύρτηςcord for drawing with: masc gen plσυρτόςswept: fem gen plσυρτόςswept: masc /neut gen plσυρτόςswept: masc gen pl -
9 συρτού
-
10 συρτοῦ
-
11 σύρτης
A cord for drawing with, rein, Man.5.172, Hsch. -
12 συρτώς
-
13 συρτῶς
-
14 κοιλόσυρτος
κοιλό-συρτος· ὁ χωλός, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοιλόσυρτος
-
15 παλίσσυρτος
A dragged back, Corp.Herm.10.8 (v.l. -συτος).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλίσσυρτος
-
16 σύρμα
A anything trailed or dragged:I a theatric robe with a long train, Arr.Epict.1.29.41, Poll.7.67, An.Par.1.19; σ. ἱματίου train, Ptol.Tetr.24; without ἱματίου, Heph.Astr.1.1; Lat. syrma, Juv.8.229, Mart.4.49.8, al.; cf.σύρω 1
,συρτός 11
: periphr., σύρμα πλοκάμων long flowing hair, AP5.12 (Phld.); σ. τερηδόνος a long woodworm, ib.12.190 (Strat.).3 Medic., perh. abrasion, scaly skin-disease, Hp.Epid.4.30;ἀπὸ.. συρμάτων ἀποθνῄσκοντες Ptol.Tetr. 201
(butκλασμάτων Procl.
ad loc.); cf.ἀπόσυρμα 1.1
.II dragging, trailing motion,μόσχων Mesom.Sol.23
; trail left by a serpent, D.Chr.5.19, Ael.NA9.61:— σ. Ἀντιγόνης a place at Thebes, where Antigone was said to have dragged the body of Polynices to his brother's pyre, Paus.9.25.2.2 Music, drawing out or prolonging the tones, Ptol.Harm.2.12.3 syrma, = dictio longa, Gloss. -
17 σύρω
A : [tense] aor. ἔσῡρα ([etym.] κατ-) Hdt.5.81, ([etym.] παρ-) A.Pr. 1065 (anap.), ([etym.] δι-) D.19.313: [tense] pf. σέσυρκα ([etym.] δια-) Diph.75, ([etym.] ἐπι-) D.H.1.7:—[voice] Med., [tense] aor. ἐσῡράμην ([etym.] περι-) Hyp. Fr. 264, ([etym.] ἀν-) D.S.1.85:—[voice] Pass., [tense] aor. ἐσύρην [ῠ] Paus.2.32.1: [tense] pf. σέσυρμαι ([etym.] ἐπι-) Plb.12.4c.3, Luc.Nav.2:—draw, drag, trail along,χιτῶνα Theoc.2.73
; μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα ς. D.C.46.18; βλαύτας σύρων trailing his torn slippers, Anaxil.18.2 (anap.); cf.σύρμα 1.1
.; drag a net, Ev.Jo.21.8, Plu.2.977f; σ. πηκτίδα, v. πηκτίς 1.2; of oxen,ἵνα σύρῃ τὰ ξύλα PFlor.158.7
(iii A.D.); drag about, τι Luc.Asin.56, Orph.H.81.4:—[voice] Pass., hang trailing, trail along, οὐρή, νηδύς, Tryph. 82, AP9.310 (Antiphil.); of a person, crawl, σύρεσθαι γαστέρι ib.5.293.12 (Agath.):—also intr. in [voice] Act., of a column of ships compared to a serpent, Lyc.217; crawl,συρόντων ἐπὶ γῆν LXX De.32.24
.2 drag by force, hale,αἰχμάλωτον Theoc.Adon. 12
;Πριαμίδην AP7.152
([voice] Pass.);ἄνδρας καὶ γυναῖκας Act.Ap.8.3
; of waves or rivers, sweep, sweep away,κλύδων ἐπὶ χέρσον ἔσυρεν δελφῖνα AP7.216
(Antip. Thess.), cf. 9.84 (Antiphan., [voice] Pass.); πόλεμος χειμάρρου δίκην πάντα ς. Plu.2.5f: metaph., φάραγγα ς. the dough has a cleft made in it, Eub.75.12:— [voice] Pass.,σύρεσθαι κατὰ ῥοῦν Plu.Mar.23
; χρυσὸς οὐ μεταλλεύεται μόνον, ἀλλὰ καὶ σύρεται, of gold-dust (cf. συρτός), Str.3.2.8: abs. in [voice] Pass., of a stream, flow or run down, D.P.46, cf. Orac.Chald. ap. Dam.Pr. 262: metaph. in AP10.62 (Pall.).3 metaph. in [voice] Pass., to be dragged, drawn,εἰς οὐκ ἀναγκαῖα πράγματα Diog.Oen.1
, cf. Iamb.VP3.16.4 [voice] Pass., of taxes, to be attached to land, [tense] pf. part. σεσυρομένης (sic) PLond.5.1686.33 (vi A.D.), cf. ἐπισεσυρομένα in PFlor.294.41 (vi A.D.), and ἐπισύρεσθαι in PMasp.151.135 (vi A.D.).
См. также в других словарях:
συρτός — swept masc nom sg συρτός swept masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρτός — Ελληνικός χορός, αρχαίας προέλευσης που υπάρχει και σε διάφορες τοπικές παραλλαγές, ενώ τα βήματά του βρίσκονται στους περισσότερους ελληνικούς χορούς, έτσι ώστε μπορεί να θεωρηθεί ως βάση τους. Το ύφος, η μελωδία και τα βήματα ακόμα των διάφορων … Dictionary of Greek
συρτός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έρπει: Ήρθε συρτός και δεν έγινε αντιληπτός. 2. αυτός που σέρνεται: Τον έβγαλαν έξω συρτό. 3. «συρτή φωνή», αυτή που έχει διάρκεια και ακούγεται σαν να σέρνεται. ο είδος χορού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συρτά — συρτός swept neut nom/voc/acc pl συρτά̱ , συρτός swept fem nom/voc/acc dual συρτά̱ , συρτός swept fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρτόν — συρτός swept masc acc sg συρτός swept neut nom/voc/acc sg συρτός swept masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρτοί — συρτός swept masc nom/voc pl συρτός swept masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρτοῦ — συρτός swept masc/neut gen sg συρτός swept masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακεδονικός — Συρτός χορός που χορεύεται κυρίως στην περιοχή της Πυλαίας και είναι γνωστός και ως χορός των Καπουτζήδων. Χορευτές και χορεύτριες σχηματίζουν ανοιχτό κύκλο με το μέτωπο προς το κέντρο και τα πόδια σε στάση προσοχής· τα χέρια συνδέονται από τον… … Dictionary of Greek
συρτήν — συρτός swept fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρτῶς — συρτός swept adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek