Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

συν-ανοίγω

См. также в других словарях:

  • οδοποιώ — ὁδοποιῶ, έω (Α) [οδοποιός] 1. κατασκευάζω οδό, δρόμο («τὰ δένδρα συνεξέκοπτον τήν τε ὁδὸν ὡδοποίουν», Ξεν.) 2. καθιστώ έναν δρόμο βατό («ὁδοποιῶν τὰ ἄβατα ἤ γεφυρῶν τὰ δύσπορα», Λουκιαν.) 3. (για ρεύμα) ανοίγω δρόμο («τρὶς ἐμβαλὸν τὸ ὕδωρ τά τε… …   Dictionary of Greek

  • συμπετάννυμι — Α εκτείνω μαζί, απλώνω συγχρόνως, ανοίγω συγχρόνως («χρὴ δύο ἁμαξῶν τοὺς ῥυμοὺς εἰς τὸ αὐτὸ δῆσαι συμπετάσαντα κατὰ τὸ ἕτερον μέρος τῆς ἁμάξης», Αιλ. Τακτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πετάννυμι «απλώνω, ανοίγω, εκτείνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • συνδιοίγω — Μ ανοίγω κάτι και τό κρατώ ανοιχτό μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διοίγω «ανοίγω κάτι και τό κρατώ ανοιχτό»] …   Dictionary of Greek

  • συναναπλώ — όω, Μ απλώνω κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναπλῶ «απλώνω, ανοίγω, ξετυλίγω»] …   Dictionary of Greek

  • συναναστομώ — όω, ΜΑ συνδέω κάτι με κάτι άλλο σχηματίζοντας στόμιο αρχ. παθ. συναναστομοῡμαι, όομαι (για λίμνες ή ποτάμια) συνδέομαι με στόμιο, εκβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναστομῶ «ανοίγω τρύπα, άνοιγμα, στενεύω, σχηματίζω πορθμό»] …   Dictionary of Greek

  • συνανορύττω — Μ ανορύσσω μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνορύττω «ανοίγω λάκκο, σκάβω, ξεχώνω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεκμοχλεύω — Α προσπαθώ μαζί με άλλους ή συγχρόνως να ανοίγω κάτι με μοχλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκμοχλεύω «μετατοπίζω κάτι με τη βοήθεια μοχλού»] …   Dictionary of Greek

  • τριβελίζω — Ν [τριβέλι] 1. ανοίγω οπή με το τριβέλι 2. (συν. στη φρ.) «τριβελίζω τα αφτιά» ή «τριβελίζω το μυαλό» μτφ. γίνομαι πολύ ενοχλητικός σε κάποιον («μη μού τριβελίζεις το κεφάλι, βρε αδερφέ!») …   Dictionary of Greek

  • τυμβωρυχώ — τυμβωρυχῶ, έω, ΝΜΑ [τυμβωρύχος] ανασκάπτω τάφο για να τόν συλήσω, διαπράττω τυμβωρυχία νεοελλ. μτφ. διασύρω την φήμη νεκρού για προσωπικό μου όφελος μσν. μτφ. (κατά τον Συν.) «ἀποθανόντων λόγους κλέπτειν ἢ θοιμάτια ὃ καλεῑται τυμβωρυχεῑν» αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • υποκατορύσσω — και αττ. τ. ὑποκατορύττω Α (συν. το παθ.) ὑποκατορύσσομαι σκάβομαι αποκάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κατορύσσω «σκάβω, ανοίγω λάκκο, θάβω»] …   Dictionary of Greek

  • υπορρήγνυμι — Α 1. κάνω κάτι να εκραγεί προς τα κάτω («Ζεὺς ὑπερρήγνυε βροντάς», Ρήτ.) 2. (συν. το παθ.) ὑπορρήγνυμαι σχίζομαι, ανοίγω από κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ῥήγνυμι «σχίζω, σπάζω, τέμνω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»