Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συναγωγή

См. также в других словарях:

  • συναγωγή — a bringing together fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωγή — Όρος συγγενής με τον όρο «ναός» που υποδηλώνει τον τόπο της ιουδαϊκής λατρείας. Η σ. δεν πρέπει να συγχέεται με τον Ναό της Ιερουσαλήμ, που ήταν μοναδικός στο Ισραήλ και προορισμένος για τις αιματηρές θυσίες και που καταστράφηκε για τελευταία… …   Dictionary of Greek

  • συναγωγή — η 1. συγκέντρωση, μάζεμα: Συναγωγή λέξεων. 2. άθροισμα ατόμων ή πραγμάτων: Στη συναγωγή μίλησε ο αρχηγός τους. 3. τόπος συνάθροισης και κοινής προσευχής των Ιουδαίων, η χάβρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συναγωγῇ — συναγωγῆι , συναγωγεύς one who brings together masc dat sg (epic ionic) συναγωγή a bringing together fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυναγωγή — συναγωγή , συναγωγή a bringing together fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωγαῖς — συναγωγή a bringing together fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωγαί — συναγωγή a bringing together fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωγήν — συναγωγή a bringing together fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωγῶν — συναγωγή a bringing together fem gen pl συναγωγός bringing together masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχισυνάγωγος — Ο προϊστάμενος της εβραϊκής συναγωγής. Στη δικαιοδοσία του α. ανήκε η εκλογή εκείνων που διάβαζαν στη συναγωγή, το Σαββάτο και τις εορτές, τις περικοπές της Βίβλου, απάγγελλαν τις προσευχές και κήρυτταν. Ο α. φρόντιζε επίσης για τα σχετικά με τη… …   Dictionary of Greek

  • Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»