-
1 теплообмен
η μετάδοση/μεταφορά θερμότητας, η αγωγή/συναγωγή της θερμότηταςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > теплообмен
-
2 синагога
-
3 вывод
1. (удаление) η αποχώρησηη έξοδοςη εκκένωσηη απομάκρυνση2. (умозаключение) το συμπέρασματο πόρισμαη (λογική) συναγωγή συμπερασμάτων3. (φορ-мулы, уравнения) η εξαγωγή, η παραγωγή 4. (процесс) η εξαγωγή 5. (устройство) η έξοδος 6. (соединительный провод) το καλώδιο σύνδεσης, η έξοδος 7. (зажим) о ακροδέκτηςзаземляющий - см. - заземления 8. вчт. η έξοδος9. (на орбиту) η τοποθέτηση στην τροχιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вывод
-
4 теплоотдача
η συναγωγή της θερμότηταςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > теплоотдача
-
5 синагога
синагогаж ἡ συναγωγή, ἡ χαῦρα, τό συναγώγι. -
6 синагога
[σιναγκόγκα] ουσ. θ. συναγωγή, χάβρα -
7 синагога
[σιναγκόγκα] ουσ θ συναγωγή, χάβρα -
8 кагал
-а α.1. παλ. εβραϊκή αυτοδιοίκητη κοινότητα στην Πολωνία.2. συναγωγή. || μτφ. χάβρα των Ιουδαίων. -
9 сборище
-а ουδ.1. συνάθροιση, σύναξη, συναγωγή• πλήθος• όχλος.2. συγκέντρωση (για εργασία, διασκέδαση κ.τ.τ.). -
10 синагога
-и θ.συναγωγή (εβραϊκός ναός). -
11 синклит
-а α.η σύγκλητος. || σύνοδος(των κληρικών). || μτφ. συνάθροιση, σύναξη, συναγωγή.
См. также в других словарях:
συναγωγή — a bringing together fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωγή — Όρος συγγενής με τον όρο «ναός» που υποδηλώνει τον τόπο της ιουδαϊκής λατρείας. Η σ. δεν πρέπει να συγχέεται με τον Ναό της Ιερουσαλήμ, που ήταν μοναδικός στο Ισραήλ και προορισμένος για τις αιματηρές θυσίες και που καταστράφηκε για τελευταία… … Dictionary of Greek
συναγωγή — η 1. συγκέντρωση, μάζεμα: Συναγωγή λέξεων. 2. άθροισμα ατόμων ή πραγμάτων: Στη συναγωγή μίλησε ο αρχηγός τους. 3. τόπος συνάθροισης και κοινής προσευχής των Ιουδαίων, η χάβρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συναγωγῇ — συναγωγῆι , συναγωγεύς one who brings together masc dat sg (epic ionic) συναγωγή a bringing together fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυναγωγή — συναγωγή , συναγωγή a bringing together fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωγαῖς — συναγωγή a bringing together fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωγαί — συναγωγή a bringing together fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωγήν — συναγωγή a bringing together fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωγῶν — συναγωγή a bringing together fem gen pl συναγωγός bringing together masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχισυνάγωγος — Ο προϊστάμενος της εβραϊκής συναγωγής. Στη δικαιοδοσία του α. ανήκε η εκλογή εκείνων που διάβαζαν στη συναγωγή, το Σαββάτο και τις εορτές, τις περικοπές της Βίβλου, απάγγελλαν τις προσευχές και κήρυτταν. Ο α. φρόντιζε επίσης για τα σχετικά με τη… … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek