Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

συνήθων

См. также в других словарях:

  • συνηθῶν — συνήθης dwelling masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνήθων — σύν ἠθέω sift pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • обычьныи — (133) пр. 1.Обычный: Аще ка˫а жена... въ обычьнааго мѣсто женьскааго одѣни˫а мѹжьскоѥ прииметь. да бѹдеть проклѧта. (εἰωϑότος) КЕ XII, 88б; води же пакы възвративъшисѧ и шедъши далече ѡбычнаго своѥго мѣста, и потопи чл҃вкъ •е҃• (τοῦ συνήϑους… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

  • άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • εξίσωση — Κάθε προτασιακός τύπος της μορφής φ(x) = ψ(x), όπου φ και ψ συμβολίζουν συναρτήσεις της αυτής μεταβλητής x, ενώ οι τιμές τους ανήκουν στο ίδιο σύνολο, έστω Σ. Το σύμβολο x ονομάζεται: ο άγνωστος της ε. Αν Ε είναι το σύνολο που διατρέχει η… …   Dictionary of Greek

  • μετασταθής — ές 1. φυσ. χημ. χαρακτηρισμός ενός συστήματος τού οποίου η ενέργεια δεν αντιστοιχεί στη θεωρητικά προβλεπόμενη ελάχιστη τιμή και η ταχύτητα αντίδρασης ή μετασχηματισμού του είναι αμελητέα για τις θεωρούμενες συνθήκες, αλλά στο οποίο μια ασθενής… …   Dictionary of Greek

  • ραδιοτηλεσκόπιο — Ηλεκτρονική διάταξη που χρησιμοποιείται για τη μελέτη και τον εντοπισμό γαλαξιακών και αστρικών ραδιοπηγών, οι οποίες εκπέμπουν, με μορφή θορύβου, ηλεκτρομαγνητικά κύματα με μήκη κύματος μεταξύ 1 χιλιοστού και περίπου 30 μ.· χρησιμεύει ακόμα για… …   Dictionary of Greek

  • σερπεντίνης — Φυλλοπυριτικό ορυκτό, με χημικό τύπο Mg6(OH)8Si4O10. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα, παρουσιάζει όμως ποικιλίες συχνά ψευδοεξαγωνικής συμμετρίας. Ο σ. συναντιέται σε δύο βασικές παραλλαγές: του αντιγορίτη και του χρυσοτίλη. Ο αντιγορίτης… …   Dictionary of Greek

  • υπερδεξαμενόπλοιο — το, Ν ναυτ. δεξαμενόπλοιο με χωρητικότητα πολύ μεγαλύτερη από τη χωρητικότητα τών συνήθων δεξαμενοπλοίων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»