-
1 συνηθών
-
2 συνηθῶν
-
3 συνήθων
σύν-ἠθέω-sift: pres part act masc nom sg -
4 συνήθης
συνήθης, ες, gen. εος, [var] contr. ους, gen. pl. συνηθέων, [var] contr. συνηθῶν (or συνήθων, Hdn.Gr.1.428):—A dwelling or living together, accustomed or used to each other,συνήθεες ἀλλήλῃσιν Hes.Th. 230
; like each other in habits, Th.1.71; συνήθεις καὶ γνώριμοι acquaintances, Pl.R. 375e, cf. Arist.EN 1126b25; φίλοι καὶ ς. Philem.213.13; σ. τινί well-acquainted or intimate with one, Pl.Cri. 43a, La. 188a, Men.Pk. 258: less freq. as Subst., friend, intimate, Phld.Rh.1.332 S., etc.: c. gen., D.S.19.47, Plu.Num.1.II habituated, accustomed, ;σώματα πᾶσι ποτοῖς καὶ πόνοις σ. γιγνόμενα Id.Lg. 797e
; of animals, χειρὶ σ., = χειροήθης, AP9.287 (Apollonid.): abs., τὰ σύντροφα καὶ ς. those reared and bred with him, Arist.HA 629b11; οἱ σ. τόποι their wonted haunts, ib. 596b29: c. inf.,σ. ᾄδειν γενόμενοι Pl.Lg. 666d
.2 of things, habitual, customary, usual, ἔθος, πότμος, S.Ph. 894, Tr.88; σ. ὄμμα a customary vision, Id.El. 903, cf. Hp.Aph. 2.49;δίαιτα Th.1.6
;σημεῖα τῷ γένει -έστερα And.2.26
; τὸ ξ. ἥσυχον your habitual quietness, Th.6.34; τὸ ξ. φοβερόν ib.55;σύνηθες αἰεὶ ταῦτα βαστάζειν ἐμοί E.Alc.40
, cf. Arist.Pol. 1295b17;διὰ τὸ μὴ σ. νομοθέτῃ Pl.Lg. 739a
: τὸ ς. the customary, X.Mem.3.14.6; custom, Arist.Rh. 1369b16, al.; τὸ τῆς ἑορτῆς ς. Pl.Ti. 21b; of language, in common use, A.D.Pron.45.1, al.; τὸ ς. usage, Id.Adv.178.28.3 according to common usage, opp. τοπικῶς, Sch.Th.Oxy.853 xiii 4; ἡ σ. νοουμένη οἰκονομία as commonly conceived, Phld.Oec.p.29 J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνήθης
-
5 συν-ήθης
συν-ήθης, ες, gen. εος, zsgzgn ους, gen. plur. συνηϑέων, zsgzgn συνήϑων, zusammenwohnend, zusammenlebend, daher an einander gewöhnt, συνήϑεες ἀλλήλοισιν, Hes. Th. 230; gewohnt, τί τοι σύνηϑες ὀρϑώσει μ' ἔϑος, Soph. Phil. 882; ὁ ξυνήϑης πότμος πατρός, Trach. 88; σύνηϑες αἰεὶ ταῠτα βαστάζειν ἐμοί, Eur. Alc. 41; πρὶν ἱκανῶς συνήϑης γενέσϑαι τῷ παρόντι σκότῳ, bevor man sich gewöhnt hat, Plat. Rep. VII, 518 d; ᾐα ἐπὶ τὰς συνήϑεις διατριβάς, Charm. 153 a, u. öfter, wie Folgde; πότους συνήϑεις παραιτεῖ. σϑαι, Plut. Them. 3; τὸ ξύνηϑες, = συνήϑεια, Thuc. 6, 55 u. öfter; c. inf., Pol. 1, 74, 9; der Vertraute, Bekannte, πρὸς τοὺς συνήϑεις τε καὶ γνωρίμους, Plat. Rep. II, 375 e; Lach. 188 a u. sonst; Xen. Cyr. 2, 3, 7; Pol. u. Sp., wie Luc. u. Plut.
-
6 διασπαω
(fut. тж. διασπάσομαι, aor. тж. διεσπασάμην)1) разрывать на части, растерзывать(τινα κρεουργηδόν Her.; med. χεροῖν χρόα Eur.; οὐχ ὅλος, ἀλλὰ διεσπασμένος Arst.; ὑπὸ τῶν κυνῶν διασπᾶσθαι Plut.; перен. πρὸς τοσαύτας ὑπηρεσίας διασπώμενος Luc.)
2) разбивать, разрушать(σταύρωμα Xen.; γέφυραν Polyb.; χάρακα Plut.)
3) сокрушать, подрывать(νόμους Xen.; πόλιν Plat.; πολιτείας Dem.)
4) воен. прорывать, рассеивать(τὸ στράτευμα διεσπασμένον Thuc.; τὰς φάλαγγας Arst.; τέν τάξιν Plut.)
τὸ διεσπάσθαι τὰς δυνάμεις Xen. — разбросанность (рассредоточенность) войсковых частей5) отрывать, разделять, разлучать(τινα καί τινα ἀπ΄ ἀλλήλων Xen.; διασπᾶσδαι ἀπὸ τῶν φίλων καὴ συνήθων Arst.)
-
7 συνήθης
συνήθης, ες (ἦθος; Hes. et al.) habitual, customary, usual (Soph., Thu.+; ins, pap, Sym.; TestSol 1:10; Philo; Jos., Ant. 6, 339; 12, 300; Ath., R. 7 p. 55, 10 [comp.]) μετὰ τῶν συνήθων αὐτοῖς ὅπλων with the weapons that they usually carried MPol 7:1 (Callisth.: 124 Fgm. 14a Jac. μετὰ τῆς συνήθους στολῆς). σύνηθές ἐστί τινι it is someone’s custom (Eur., Alc. 40): ὅπερ ἦν σύνηθες αὐτῷ 5:1. καθὰ ἦν αὐτῷ σύνηθες as was the (lion’s) habit AcPl Ha 5, 18.—DELG s.v. ἦθος. M-M. s.v. συνήθεια. Sv. -
8 ὅπλον
ὅπλον, ου, τό (s. prec. entry; Hom.+; ins, pap, LXX; TestSol 8:6; TestLevi 5:3; EpArist, Philo, Joseph.; Tat. 31, 1; Ath. 35, 1)① any instrument one uses to prepare or make ready, tool ὅπλα ἀδικίας tools of wickedness, i.e. tools for doing what is wicked Ro 6:13a (cp. Aristot., Pol. 1253a). Opp. ὅπλα δικαιοσύνης vs. 13b. But mng. 2 is also prob.; it is found in all the other pass. of our lit., and specif. in Paul.② an instrument designed to make ready for military engagement, weaponⓐ lit., pl. (Demetr.: 722 Fgm. 5 Jac. ὅπλα εἶχον; Jos., Vi. 99 ἧκον μεθʼ ὅπλων) J 18:3. Riders μετὰ τῶν συνήθων αὐτοῖς ὅπλων with their usual arms MPol 7:1. Sing. τίθησιν Μωϋσῆς ἓν ἐφʼ ἓν ὅπλον Moses placed one weapon = shield (so as early as Hdt.; Diod S 17, 21, 2; 17, 43, 9 [interchanged with ἀσπίδες 8]; 17, 57, 2; Sb 7247, 24 [296 A.D.]; TestLevi 5:3 ὅπλον καὶ ῥομφαίαν) on the other one, to stand on them and gain a better view of the battlefield 12:2.ⓑ in imagery, pl. of a Christian’s life as a battle against evil τὰ ὅπ. τῆς στρατείας ἡμῶν οὐ σαρκικά the weapons of my warfare are not physical 2 Cor 10:4. ἐνδύσασθαι τὰ ὅπ. τοῦ φωτός put on the weapons of light Ro 13:12. τὰ ὅπ. τῆς δικαιοσύνης τὰ δεξιὰ καὶ ἀριστερά the weapons of righteousness for offense and defense (s. ἀριστερός) 2 Cor 6:7. ὁπλίζεσθαι τοῖς ὅπλοις τῆς δικαιοσύνης Pol 4:1 (s. ὁπλίζω). Of evil desire: φοβουμένη τὰ ὅπ. σου (your weapons, i.e. those of the Christian who is equipped for the good fight) Hm 12, 2, 4. Of baptism: τὸ βάπτισμα ὑμῶν μενέτω ὡς ὅπλα let baptism remain as your arms (‘remain’ in contrast to the deserter, who throws his weapons away) IPol 6:2. Of Christ himself ὅπλον εὐδοκίας (God’s) shield of good pleasure AcPl Ha 8, 23 = Ox 1602, 34f/BMM recto, 30.—B. 1383. DELG. M-M. TW.
См. также в других словарях:
συνηθῶν — συνήθης dwelling masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνήθων — σύν ἠθέω sift pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
обычьныи — (133) пр. 1.Обычный: Аще ка˫а жена... въ обычьнааго мѣсто женьскааго одѣни˫а мѹжьскоѥ прииметь. да бѹдеть проклѧта. (εἰωϑότος) КЕ XII, 88б; води же пакы възвративъшисѧ и шедъши далече ѡбычнаго своѥго мѣста, и потопи чл҃вкъ •е҃• (τοῦ συνήϑους… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… … Wikipedia
άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
εξίσωση — Κάθε προτασιακός τύπος της μορφής φ(x) = ψ(x), όπου φ και ψ συμβολίζουν συναρτήσεις της αυτής μεταβλητής x, ενώ οι τιμές τους ανήκουν στο ίδιο σύνολο, έστω Σ. Το σύμβολο x ονομάζεται: ο άγνωστος της ε. Αν Ε είναι το σύνολο που διατρέχει η… … Dictionary of Greek
μετασταθής — ές 1. φυσ. χημ. χαρακτηρισμός ενός συστήματος τού οποίου η ενέργεια δεν αντιστοιχεί στη θεωρητικά προβλεπόμενη ελάχιστη τιμή και η ταχύτητα αντίδρασης ή μετασχηματισμού του είναι αμελητέα για τις θεωρούμενες συνθήκες, αλλά στο οποίο μια ασθενής… … Dictionary of Greek
ραδιοτηλεσκόπιο — Ηλεκτρονική διάταξη που χρησιμοποιείται για τη μελέτη και τον εντοπισμό γαλαξιακών και αστρικών ραδιοπηγών, οι οποίες εκπέμπουν, με μορφή θορύβου, ηλεκτρομαγνητικά κύματα με μήκη κύματος μεταξύ 1 χιλιοστού και περίπου 30 μ.· χρησιμεύει ακόμα για… … Dictionary of Greek
σερπεντίνης — Φυλλοπυριτικό ορυκτό, με χημικό τύπο Mg6(OH)8Si4O10. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα, παρουσιάζει όμως ποικιλίες συχνά ψευδοεξαγωνικής συμμετρίας. Ο σ. συναντιέται σε δύο βασικές παραλλαγές: του αντιγορίτη και του χρυσοτίλη. Ο αντιγορίτης… … Dictionary of Greek
υπερδεξαμενόπλοιο — το, Ν ναυτ. δεξαμενόπλοιο με χωρητικότητα πολύ μεγαλύτερη από τη χωρητικότητα τών συνήθων δεξαμενοπλοίων … Dictionary of Greek