-
1 στροφάς
A turning round, revolving, circling, of the constellations, ἄρκτου στροφάδες κέλευθοι the Bear's circling paths, S.Tr. 131 (lyr.), cf. D.P.594; στροφάδεσσιν ἀέλλαις whirl-winds, Orph.A. 677; of cranes on their return, Arat.1032; of fish,στροφάδες παρὰ πέτρην Numen.
ap. Ath.7.319b; of worms, Hsch.II Στροφάδες (sc. νῆσοι), αἱ, the Drifting Isles, a group not far from Zacynthus, supposed to have been once floating, Apollod.1.9.21, Str. 8.4.2, St.Byz.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στροφάς
-
2 στροφάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στροφάω
-
3 στροφεύς
II socket in which the pivot of a door (cf. στρόφιγξ) moved, Ar.Th. 487, Fr. 255, Hermipp. 47.9(anap.), Thphr.HP5.6.4, KourouniotesἘλευσινιακά 1.190
(Eleusis, iv B.C.), IG11(2).287 B 148 (Delos, iii B.C.), Plb.7.16.5.2 the pivot itself,= στρόφιγξ, ὁ κατὰ τοῦ ὁλμίσκου βεβηκὼς ς. S.E.M.10.54, cf. BGU1201.17 (i B.C./i A.D.), PMag.Osl.1.136, Luc.DMeretr. 12.3.3 part of a weasel-trap, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στροφεύς
-
4 στροφέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στροφέω
-
5 στροφεῖον
στροφ-εῖον, τό,II machine used in the theatre in representing heroes translated to heaven or dying at sea or in war, Id.4.127, 132.2 windlass, capstan, Luc. Nav.5: hence,b στροφεῖα, τά, perh. dues payable by ships for the use of a windlass, i.e. harbour-dues, IG11(2).138B8(Delos, iv/iii B.C.), 203A 30 (iii B.C.).3 = στροφεύς 11, KourouniotesἘλευσινιακά 1.190
(Eleusis, iv B.C., pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στροφεῖον
-
6 στροφή
στροφ-ή, ἡ,A turning, e.g. of a horse, X.Eq.7.15,17, 10.15; revolving, circling,ἄρκτου στροφαί S.Fr.432.11
; τοῦ σώματος (sc. τῆς σελήνης) Epicur.Ep.2p.41U.; ; of a snake, Arist.PA 692a6; ἐν στροφαῖσιν ὀμμάτων with rolling of the eyes, E.HF 932.2 twist, such as wrestlers make to elude their adversary,πάσας στροφὰς στρέφεσθαι Pl.R. 405c
: metaph., slippery trick, dodge,οὐκ ἔργον ἔστ' οὐδὲν στροφῶν Ar.Pl. 1154
, cf. Ec. 1026, Ra. 775; δημηγόρους εὐπιθεῖς ς. A.Supp. 623.3 in Music, twist or turn, κατακάμπτειν τὰς ς. Ar.Th.68.5 turning of a road,τὸν νεκρὸν.. ἐν ταῖς σ. μὴ καττιθέντων μηδαμεῖ Schwyzer 323
C 33 (Delph., iv B.C.).II turning of the Chorus: hence, the strain sung during this evolution, strophe (cf. ἀντίστροφος IV, ), Pherecr.145.9, Phld.Po.Herc. 994 Fr.19, D.H.Comp.19, Ph.2.484, etc. -
7 στροφίγγιον
Aθύρας Zonar.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στροφίγγιον
-
8 στρόφιγξ
2 pl., pivots working in sockets, at top and bottom of a door, Thphr.HP5.5.4, al., PCair.Zen. 782 (a).7(iii B.C.), Plu.Rom.23, Gal.UP1.15.3 metaph., γλώττης ς., of a well-hung tongue, Ar.Ra. 892; of the vertebrae, Pherecr. 236, Pl.Ti. 74a, 74b.4 νύμφη ἡ ἐν τῷ ς., dub. sens. in AJA30.249 ([place name] Cyprus).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρόφιγξ
-
9 στροφικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στροφικός
-
10 στροφίολος
στροφ-ίολος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στροφίολος
-
11 στρόφιον
A band worn by women round the breast, Pherecr. 100, Ar.Lys. 931, Th. 139, 255, Fr. 647, IG22.1388.19.II headband worn by priests, etc., Philoch.141 B, IG5(1).1390.179 (Andania, i B.C.), Plu.Arat.53, Arr.Epict.3.21.16, SIG869.21 (Eleusis, ii A.D.); cf.στροφεῖον 111
.III = ἱμάς, boxing-glove, Philostr.Gym.10 (14).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρόφιον
-
12 στρόφιος
στρόφ-ιος, ὁ,=A Vertumnus, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρόφιος
-
13 στροφιοῦχος
στροφ-ιοῦχος, ὁ, epith. of Hermes,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στροφιοῦχος
-
14 στροφίσκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στροφίσκος
-
15 στροφίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στροφίς
-
16 στρόφις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρόφις
-
17 στρόφος
A twisted band or cord, ἐν δὲ σ. ἦεν ἀορτήρ on it (the wallet) was a cord to hang it by, Od.13.438: generally, cord, rope, Hdt.4.60, IG22.1631.336.3 swaddling-band, h.Ap.122, 128.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρόφος
-
18 στροφώδης
στροφ-ώδης, ες,A of the nature of colic, dub. l. in Hp.Prorrh.1.156;περιωδυνία Bacch.
ap. Erot. s.v. τρύζειν; causing colic, Hp.Vict.2.56. Adv.- δῶς Archig.
ap. Gal.8.110.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στροφώδης
-
19 στρόφωμα
II = στρόφιγξ, στροφεύς, τῶν θυρῶν IG11(2).287 A 102 (Delos, iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρόφωμα
-
20 στροφωμάτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στροφωμάτιον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φαύσιγξ — αύσιγγος, και φαύστιξ, ιγγος, ἡ, Α 1. φουσκάλα από έγκαυμα και, γενικά, κάθε είδους φλύκταινα ή εξόγκωμα τού δέρματος 2. (κατά τον Ησύχ.) «φαύσιγγες, αἱ ἐν ταῑς πτέρναις γινόμεναι ῥαγάδες». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία πρέπει να συνδεθεί … Dictionary of Greek
καυληδόν — (Α) επίρρ. 1. όπως ο καυλός, σαν τον βλαστό 2. είδος κατάγματος οστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυλός «βλαστός» + επιρρηματική κατάλ. ηδόν, δηλωτική τού τρόπου (πρβλ. βου στροφ ηδόν, πρην ηδόν)] … Dictionary of Greek
λάιγξ — λᾱϊγξ, ιγγος, ἡ (Α) 1. μικρός λίθος, λιθάρι 2. (γενικά) λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας + εκφραστικό επίθημα ιγξ (πρβλ. στρόφ ιγξ, φύσ ιγξ)] … Dictionary of Greek
πλάστιγγα — η / πλάστιγξ, ιγγος, ΝΜΑ, ιων. τ. πλήστιγξ Α ο καθένας από τους δίσκους τού ζυγού, τής ζυγαριάς νεοελλ. 1. είδος ζυγού μεγάλων διαστάσεων κατάλληλου για το ζύγισμα βαρέων σωμάτων 2. φρ. «η πλάστιγγα κλίνει» ή «η πλάστιγγα γέρνει» λέγεται στις… … Dictionary of Greek
πλάτιγξ — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) το πλατύ και επίπεδο μέρος τού κουπιού, η πλάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από το επίθ. πλατύς με εκφραστικό επίθημα ιγξ (πρβλ. στήρ ιγξ, στρόφ ιγξ)] … Dictionary of Greek
ρωδίγξ — και ῥώτιγξ, ιγγος, ἡ, Α στον πληθ. ῥώδιγγες και ῥώτιγγες (κατά τον Ησύχ.) «πληγαὶ ὕφαιμοι διακεκομμέναι, οἱ δὲ μώλωπες». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. με εκφραστικό επίθημα ιγξ (πρβλ. στρόφ ιγξ, φόρμ ιγξ). Κατά μία άποψη, ο τ.… … Dictionary of Greek
ρύμιγξ — Α (κατά τον Ησύχ.) ο χείμαρρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ῥύμα, άλλος τ. τού ῥεῦμα + εκφραστικό επίθημα ιγξ, ιγγος (πρβλ. στρόφ ιγξ, φόρμ ιγξ)] … Dictionary of Greek
στροφή — Ημιορεινός οικισμός (364 κάτ., υψόμ. 300 μ.), στην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται στην κοινότητα Αρριανών. * * * η, ΝΜΑ 1. το να στρέφει κανείς κάτι ή το να στρέφεται ο ίδιος, αλλαγή μετώπου ή κατεύθυνσης («στροφή προς τα πίσω») 2.… … Dictionary of Greek
στρόφος — ο, ΝΜΑ, και στρόπος Ν ισχυρός κωλικόπονος εξαιτίας συστροφής τών εντέρων νεοελλ. 1. είδος σχοινιού με συνδεδεμένα τα άκρα που χρησιμεύει ως αρτάνη κατά τις φορτώσεις βαρέων αντικειμένων, στροφίδα 2. ιατρ. ο ειλεός εκ συστροφής μσν. 1. στροβίλισμα … Dictionary of Greek
συλεύς — έως, ὁ, Α 1. καταδρομικό πειρατικό πλοίο 2. ως κύριο όν. Συλεύς μυθ. μυθικός βασιλιάς τον οποίο φόνευσε ο Ηρακλής, επειδή εξανάγκαζε όσους διέρχονταν τη χώρα του να σκάβουν τα αμπέλια που υπήρχαν σε αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύλη ή συλῶ + κατάλ. εύς… … Dictionary of Greek
τρόφις — ιος, ὁ και ἡ, και τρόφι, τὸ, Α 1. καλοθρεμμένος, ευτραφής («ἐπεὰν γένωνται τρόφιες οἱ παῑδες», Ηρόδ.) 2. (στην ποίηση) ογκώδης, συμπαγής («τρόφι κῡμα κυλίνδεται», Ομ. Ιλ.) 3. αυτός που ανατράφηκε από κάποιον («τρόφις Ἐννοσιγαίου» το δελφίνι,… … Dictionary of Greek